Πρωί-πρωί ο Σήφης έκανε εξωτερικά μερεμέτια στο σπίτι του, ανεβασμένος σε μια σκάλα. Περνώντας ο Μανούσος για την στάνη, τον βλέπει και του λέει για να τον πειράξει:
– Μωρέ Σήφη, εμένα δε με κόφτει μωρέ, που θα πέσεις απ’ τη σκάλα και θα σκοτωθείς. Μα θα σπάσει μωρέ η κεφαλή σου και θα γεμίσει ο τόπος άχερα.
Και ο ετοιμόλογος Σήφης από τη σκάλα:
– Και `συ μωρέ Μανούσο, πρωί-πρωί το φαΐ σκέφτεσαι…