σε

Ανεκδοτάρα με γέρο: Έτσι πέθανε…

Ανεκδοτάρα με γέρο: Έτσι πέθανε...

Ανεκδοτάρα με γέρο: Βρίσκονται δύο φίλοι μετά από χρόνια και αρχίζει να εξιστορεί ο ένας στον άλλο τα νέα του

– …Και φέτος πέθανε και ο πατέρας μου, λέει ο ένας.

– Σοβαρά; Εγώ τον θυμάμαι υγιέστατο! Τί έπαθε;

– Να, μια μέρα εκεί που καθόταν στην κουνιστή του πολυθρόνα, κάνει μια δυνατή μπρός και πέφτει μέσα στο τζάκι!

– Ωχ! Και κάηκε ζωντανός;

– Όχι, όχι. Λίγο άρπαξε το κεφάλι του! Αλλά από τον φόβο του κάνει πίσω και πέφτει πάνω στο σκρήνιο. Όλα τα ποτήρια και τα πιάτα διαλύθηκαν!

– Πωπώ! Χάλια τρόπος να πεθάνεις! Μέσα στα γυαλιά και στα αίματα.

– Α, όχι, δεν πέθανε έτσι. Με την φόρα που είχε πάει και πέφτει στο κρυστάλλινο τραπέζι!

– Τι σε εκείνο το μεγάλο το κρυστάλλινο; Εκεί πέθανε;

– Όχι, όχι, το τραπέζι διαλύθηκε και με την φόρα που είχε σπάει την μπαλκονόπορτα και πέφτει από τα κάγκελα.

– Πώπω! Και μένεις και 4ο όροφο. Σίγουρα σκοτώθηκε με αυτό.

– Όχι, ο αποκάτω μόλις είχε βάλει την καινούρια του τέντα, και έτσι έκανε ένα γκελ πάνω της και ξαναγυρνά από την μπαλκονόπορτα και πέφτει πάνω στο κρυστάλλινο φωτιστικό.

– Και έτσι πέθανε;

– Όχι, όχι. Εγώ τον σκότωσα γιατί θα μας διέλυε τελείως το σπίτι ο κ@λ@γερος!

ΠΙΟ ΚΑΤΩ, ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ! ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΑ…

Ανεκδοτάρα με γέρο: Έτσι πέθανε...Ανεκδοτάρα με γέρο: Έτσι πέθανε…

Ανεκδοτάρα με πονηρό σύζυγο: Νεαρό ζευγάρι έχει οργανώσει δείπνο για τα στελέχη της εταιρείας για την επόμενη μέρα και η σύζυγος προετοιμάζει τα ανάλογα εδέσματα, όταν ανακαλύπτει ότι δεν έχει σαλιγκάρια

Aγχωμένη ζητάει από τον άντρα της να βγει στο λιβάδι και να μαζέψει έναν κουβά από αυτά.

Ο άντρας λοιπόν με τον κουβά στο χέρι ξεκινάει το μάζεμα σαλιγκαριών, μα σε κάποια στιγμή συναντάει στο λιβάδι μια πολύ όμορφη γυναίκα.

Μη μπορώντας να αντισταθεί στον πειρασμό, μετά από λίγη ώρα βρίσκεται στο σπίτι της κοπέλας όπου… περνάνε μαζί ολόκληρο το βράδυ.

Κάποια στιγμή όμως ξημέρωσε και ο άντρας θυμήθηκε ότι έπρεπε να είχε γυρίσει σπίτι του με τα σαλιγκάρια από την προηγούμενη!

Πανικόβλητος παίρνει τον κουβά με τα σαλιγκάρια και τρέχει σπίτι του, με φοβερό άγχος ανεβαίνει τις σκάλες, μα στο τελευταίο σκαλί του πέφτει ο κουβάς και τα σαλιγκάρια σκορπούν σε ολόκληρη την σκάλα.

Επικό Ανέκδοτο: Ο Τοτός μπαίνει στο σπίτι και φωνάζει: «Μπαμπά, μπαμπά, πάμε στο…

Εκείνη την στιγμή εμφανίζεται η γυναίκα του στην πόρτα με άγριες διαθέσεις και ρωτά:

– ΠΟΥ ΗΣΟΥΝ ΟΛΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ;

Ο τύπος κοιτάζει τα σαλιγκάρια που έχουν γεμίσει την σκάλα, μετά κοιτάζει την γυναίκα του, ξανακοιτάζει τα σαλιγκάρια και φωνάζει:

– Ελάτε παιδιά, ελάτε… Σχεδόν φτάσαμε!

Ανέκδοτο με κερατά στον γιατρό: Πάει ο καημένος ο κερατωμένος στον γιατρό και αρχίζει να του εξομολογείται τι περνάει με την παρτ@λα τη γυναίκα του

Ξεκινάει λοιπόν να του αφηγείται όσα ζει τον τελευταίο καιρό:

«Γιατρέ μου δεν είμαι καθόλου καλά, πριν από 5 μέρες έπιασα τη γυναίκα μου με ένα ναύτη στην κρεβατοκάμαρά μας…»

«Αυτό είναι πολύ σοβαρό… Μα τι ακριβώς έγινε;» λέει ο γιατρός

«Να, γύρισα νωρίτερα στο σπίτι και τους βρήκα μαζί. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, έβγαλα το όπλο και πήγα να τον σκοτώσω»

«Και τι κάνατε μετά;» λέει ο γιατρός

«Μισό λεπτό, μου λέει ο ναύτης, πάμε να πιούμε ένα καφέ να το συζητήσουμε… Πήγαμε και μου εξήγησε πως είχε 5 μήνες να πάει με γυναίκα, πως δεν ήξερε πως ήταν παντρεμένη, μου ζήτησε και συγνώμη και τελικά δεν τον σκότωσα»

«Το ότι καταφέρατε και συγκρατηθήκατε είναι πολύ σημαντικό!» λέει ο γιατρός

«Μετά από 2 μέρες γυρνάω πάλι σπίτι νωρίτερα και την βρίσκω με το διαχειριστή της πολυκατοικίας. Άρχισα να τρέμω από τα νεύρα μου… έβγαλα το όπλο και πήγα να τον σκοτώσω. Μισό λεπτό, μου λέει ο διαχειριστής, πάμε να πιούμε ένα καφέ να το συζητήσουμε… πήγαμε τα είπαμε, έχει και μικρά παιδιά και τελικά δεν τον σκότωσα.

Εχθές γυρνάω σπίτι και την βρίσκω με τον ταχυδρόμο. Έβρασα από τον θυμό μου… έβγαλα το όπλο και πήγα να τον σκοτώσω. Κάτσε μισό λεπτό, μου λέει ο ταχυδρόμος, πάμε να πιούμε ένα καφέ να τα πούμε ψύχραιμα… πήγαμε, τα είπαμε, έχει πεθάνει και η γυναίκα του πρόσφατα και τελικά δεν τον σκότωσα»

Τα ακούει αυτά ο γιατρός και του λέει:

«Τα ακούω όλα αυτά και αναρωτιέμαι εγώ που μπορώ να σας βοηθήσω;»

Και λέει ο άλλος:

«Ξέρεις γιατρέ, όλοι αυτοί οι καφέδες μου ‘χουν τσακίσει το στομάχι…»