σε

Ανέκδοτο με πάμπλουτο επιχειρηματία που τα έχασε όλα…

Ανέκδοτο με πάμπλουτο επιχειρηματία που τα έχασε όλα...

Ανέκδοτο με πάμπλουτο επιχειρηματία που τα έχασε όλα: Κάποια στιγμή του τυχαίνει μια στραβή και χάνει τα πάντα…

Απελπισμένος, πηγαίνει σε μια γέφυρα με σκοπό να βάλει τέρμα στη ζωή του.

– Εκεί που είναι έτοιμος να πέσει στο κενό, τον αρπάζει ένα χέρι και τον τραβάει.

Εκνευρισμένος, κοιτάζει πίσω του και βλέπει ένα γέρο.

– Παιδί μου λέει ο γέρος.

– Τι είναι αυτό που πας να κάνεις; τρελάθηκες;

– Τι θες ρε γέρο; Παράτα μας.

– Παιδί μου, ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Ο Αϊ-Βασίλης. Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω!

– Ασε με ρε Αϊ-Βασίλη!

– Είχα λεφτά, είχα αμάξια, γκόμενες! Τώρα δεν έχω τίποτα.

– Και γι αυτό ανησυχείς;…του λέει ο Αϊ-Βασίλης.

– Αύριο, στις 10 το βράδυ, κάτω από αυτή τη γέφυρα θα σε περιμένει μια κόκκινη Ρολς-Ρόις, όλη δική σου.

Χαρά ο επιχειρηματίας:

– Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, να σε φιλήσω!

Ματς – μουτς, ξαναμελαγχολεί.

– Τι είναι τώρα; ρωτάει ο Αϊ – Βασίλης.

– Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, είχα αμάξι, αλλά είχα και γκoμενες! Πέντε πέντε τις έβγαζα.

– Γι αυτό ανησυχείς; Αύριο, μέσα στη Ρολς-Ρόις θα είναι και έξι γκoμενες, όλες δικές σου.

Τρελαίνετε ο επιχειρηματίας, αγκαλιές, φιλιά κλπ. μα ξαναμελαγχολεί.

– Τι έπαθες πάλι; ρωτάει ο Αϊ-Βασίλης.

– Αχ, Αϊ-Βασίλη μου. Είχα αμάξι, είχα γκoμενες, αλλά είχα και λεφτά. Τα πετούσα στο δρόμο, τα έδινα δεξιά κι αριστερά. Τώρα είμαι άφραγκος!

– Μην κάνεις έτσι, του λέει ο Αϊ-Βασίλης. Αύριο, μέσα στο αμάξι, η πιο ξανθιά από τις έξι γκoμενες θα κρατάει μια βαλίτσα με 2 εκατομμύρια ευρώ, όλα δικά σου!

Πετάει ο επιχειρηματίας!

– Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, πώς θα στο ξεπληρώσω!

– Να μου πάρεις μια π@π@.

Κόκαλο ο επιχειρηματίας.

– Εντάξει, Αϊ-Βασίλη μου, τόσα έκανες για μένα, είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω.
Φεύγουν μαζί, πηγαίνουν σε ένα μοτέλ, νοικιάζουν ένα δωμάτιο, μπαίνουν μέσα, τα κατεβάζει ο Αϊ-Βασίλης, ξεκινάει τη δουλειά του ο επιχειρηματίας.

Ενώ γίνεται ότι γίνεται, ρωτάει ο Αϊ-Βασίλης:

– Πώς σε λένε νεαρέ μου;

– Αλέξη απαντάει εκείνος και συνεχίζει.

– Και τι δουλειά είπαμε ότι κάνεις Αλέξη;

– Επιχειρηματίας και συνεχίζει.

Μετά από μια παύση ρωτάει ξανά ο Αϊ-Βασίλης:

– Πόσο χρονών είσαι Αλέξη;

– Τριάντα πέντε.

Και του λέει ο Αϊ-Βασίλης:

– Καλά, ρε Αλέξη, είσαι τριάντα πέντε χρονών και ακόμα πιστεύεις ότι υπάρχει Αϊ-Βασίλης;

ΠΙΟ ΚΑΤΩ, ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ! ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΑ…

Ανέκδοτο με πάμπλουτο επιχειρηματία που τα έχασε όλα...Ανέκδοτο με πάμπλουτο επιχειρηματία που τα έχασε όλα…

Κορυφαίο ανέκδοτο με UFO: Προσγειώνεται στην ταράτσα ενός ζευγαριού ένα UFO και κατεβαίνουν ένας κούκλος εξωγήινος και μια θεά εξωγήινη

Τους βλέπει το ζευγάρι και λέει ο άντρας στη γυναίκα:

«Δέχεσαι να πας εσύ με τον εξωγήινο κι εγώ με την εξωγήινη να δούμε πως είναι;»

Αφού συμφώνησαν πάει η γυναίκα με τον εξωγήινο σε ένα δωμάτιο και ο άντρας με την εξωγήινη σε ένα άλλο.

Προς μεγάλη έκπληξη της γυναίκας αντιλαμβάνεται πως το «μέγεθος» του εξωγήινου ήταν πολύ μικρό. Του το εξηγεί και αυτός στρίβει το αριστερό του αυτί και το μεγαλώνει. Στρίβει και το δεξί του αυτί και το παχαίνει. Αυτή ενθουσιάζεται και συνέχισαν για ολόκληρο το βράδυ…

Τα ξημερώματα οι εξωγήινοι τα μαζεύουν και φεύγουν και ρωτάει ο άνδρας τη γυναίκα:

«Πώς πέρασες;»

«Χάλια, εσύ είσαι πολύ καλύτερος…» του λέει αυτή για να μη τον στεναχωρήσει.

Και απαντάει ο σύζυγος:

«Ναι χαλιά ήταν… Αυτή δεν έκανε τίποτα άλλο όλο το βράδυ απ’ το να μου στρίβει τ’ αυτιά…»…

Ανεκδοτάρα με Κύπριο: Κύπριος πάει σε σαντουιτσάδικο της Αθήνας για να παραγγείλει και ξεκινάει να λέει τα υλικά που θέλει μέσα

– Θέλων έναν σάντουιτς, λέει στον υπάλληλα.

– Τί να βάλω μέσα; του απαντάει

– Τυρίν, ντομάταν, πιπεριάν…

– Ρε φίλε, σε παρακαλώ, μπορείς να μη βάζεις «ν» στο τέλος των λέξεων γιατί μπερδεύομαι; του λέει φανερά εκνευρισμένος ο υπάλληλος του σαντουιτσάδικου.

– Εντάξει! Ζητώ συγνώμη, λέει ο Κύπριος.

– Συνέχισε λοιπόν, τί άλλο να βάλω στο σάντουιτς;

Και συνεχίζει ο Κύπριος:

– Ζαμπό, μπέικο…

Ανεκδοτάρα με εύπορη κυρία: Εύπορη, μοναχική κυρία δημοσιεύει αγγελία ζητώντας σύντροφο για να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της

«Κυρία σεβαστής ηλικίας με αμύθητα πλούτη (κινητά, ακίνητα, καταθέσεις κλπ) ζητά κύριο να τη συντροφέψει στο υπόλοιπο της ζωής της ο οποίος θα τηρεί τις εξής 3 προϋποθέσεις:

1. Δε θα την εγκαταλείψει ποτέ, 2. Δε θα την χτυπήσει ποτέ, 3. Να έχει μεγάλο…»

Η αγγελία δημοσιεύεται, η κυρία περιμένει μια εβδομάδα, έναν μήνα, ένα εξάμηνο, ένα χρόνο…

Έχει πια απελπιστεί: «Τι να τα κάνω τα πλούτη όταν δεν έχω έναν άνθρωπο δίπλα μου! Θα με φάει η μαύρη μοναξιά!».

Κι ενώ η κυρία μοιρολογεί χτυπάει το κουδούνι της πόρτας και τρέχει να …ανοίξει. Έκπληκτη αντικρίζει έναν κύριο σε αναπηρικό καρότσι χωρίς χέρια και πόδια.

– «Γεια σας», λέει ο κύριος.

«Ήρθα για την αγγελία!». Η κυρία μένει έκπληκτη αλλά προσπαθεί να φανεί ψύχραιμη.

– «Δεν ξέρω αν το προσ*κς ατε αλλά υπήρχαν και κάποιες προϋποθέσεις».

– «Το γνωρίζω»

– «Ναι, αλλά χωρίς να θέλω να σας προσβάλω, εσείς δεν έχετε πόδια»

– «Άρα δεν πρόκειται να φύγω ποτέ μακριά σας»

– «Ε, ναι….Ίσως έχετε δίκιο αλλά και πάλι χωρίς να θέλω να σας στενοχωρήσω εσείς δεν έχετε και χέρια…»

– «Άρα δεν πρόκειται ποτέ να σας χτυπήσω!»

-«Ίσως έχετε και πάλι δίκιο αλλά δεν ξέρω αν προσ*κς ατε ότι υπήρχε και τρίτη προϋπόθεση!»

– «Και πως νομίζεις ότι χτύπησα το κουδούνι;…»