σε

Σόκιν ανέκδοτο με παντρεμένο ζευγάρι: 20 χρόνια…

Σόκιν ανέκδοτο με παντρεμένο ζευγάρι: 20 χρόνια…

Σόκιν ανέκδοτο με παντρεμένο ζευγάρι: Ήταν παντρεμένοι επί 20 χρόνια και όταν το έκαναν ο άντρας ήθελε πάντα σκοτάδι

Κάθε φορά που το έκαναν, ο σύζυγος πάντα επέμενε να κλείνουν τα φώτα.

Μετά από 20 χρόνια γάμου, η γυναίκα αισθανόταν ότι αυτό ήταν γελοίο! Καθώς έπρεπε να βρει έναν τρόπο να του ξεκόψει αυτή τη συνήθεια.

Ένα βράδυ κατά τη διάρκεια μιας ξέφρενης και ρομαντικής συνεύρεσης, άναψε τα φώτα. Κοίταξε προς τα κάτω…. και είδε ότι ο άντρας της κρατούσε μία συσκευή ηδονής… ένα δον.ητή!

Εκείνη τη στιγμή τρελάθηκε:

– “Βρε ανίκανε, άχρηστε”, του φώναξε, “Πως μπορούσες να μου λες ψέματα τόσα χρόνια; Έχεις να δώσεις πολλές εξηγήσεις!”

Ο σύζυγος την κοίταξε στα μάτια και με ψυχραιμία απάντησε:

-“Εγώ να σου εξηγήσω για το δ*νητή…. Εσύ θα μου εξηγήσεις για τα παιδιά;”

Δείτε κι άλλα ΑΝΕΚΔΟΤΑ εδώ…

Σόκιν ανέκδοτο με παντρεμένο ζευγάρι: 20 χρόνια…

Σόκιν Ανέκδοτο με παρθένα: Είχε περάσει από όλες τις συνομοταξίες του είδους: Ψηλές, κοντές, αδύνατες, χοντρές, όλες καλές

Αλλά κατά κακή του τύχη ερωτεύθηκε σοβαρά. Με μια παρθένο άμεμπτου ηθικής που περίμενε το γάμο για να του κάτσει.

Η αθώα παρθένος, η Μαρία, δεν είχε ιδέα από $eξ. Σκασίλα του βέβαια του Τίγρη μας, έτσι κι αλλιώς πάντα ανακουφιζόταν αλλού. Επιτέλους παντρεύτηκαν, πέσανε και τα ρύζια και τη νύχτα του γάμου η μικρά πολύ εντυπωσιάστηκε με τα… αξιοθέατα!

Εξομολογήθηκε μάλιστα στον άντρα της ότι δεν ήξερε ότι έτσι είναι φτιαγμένοι οι άντρες και τι ωραίο είναι αυτό το πράγμα που ευχαριστεί τα κορίτσια.

Ο Τίγρης μας δεν ήθελε να ξέρει η μικρά ότι όλοι οι άντρες είναι ίδιοι και της είπε:

– Θα σου πω ένα μυστικό. Είμαι ο μόνος άντρας που έχει αυτό το πράγμα που σου αρέσει

Και η Μαίρη φυσικά τον πίστεψε. Ο Τίγρης του χωριού ήταν βοσκός και έπρεπε να πάει τα ζώα στους λόφους για βοσκή.

Μια βδομάδα μετά γυρνάει στο χωριό και πάει να βρει τη γυναίκα του.

Άφαντη όμως αυτή… Στο σπίτι πουθενά, δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και να την βρίσκει σε ένα στενό δίπλα.

– Μαρία, Μαρίαααααααα, μα που ήσουν;

– Ρε αϊ χάσου παλιοψευταρά!

– Μα τι σου έκανα;

– Ξέρεις τον Μήτσο τον τεμπέλη, τον γείτονα; Ε, έχει κι αυτός ένα τέτοιο ωραίο πράγμα!

– Μμμμμμμμ, σκέφτηκε… ίσως τον είδε γυμνό κατά λάθος. Αλλά θα τα μπαλώσω…

– Ξέρεις αγάπη μου, κάποτε εγώ είχα δυο τέτοια και έδωσα στο φίλο μου τον Μήτσο το ένα Χαμογελά και αγκαλιάζει τη Μαρία.

Τότε γυρνάει η Μαρία θυμωμένη και του λέει:

– Καλά βρε Βλάκα, καλά βρε άχρηστε, ήταν ανάγκη να του δώσεις το καλύτερο;