—
Ο Θύμιος είναι επιστάτης σε ένα κτήμα, μια μέρα τον πλησιάζει το αφεντικό του.
– Άκου Θύμιο, ξέρεις πόσο σε εμπιστεύομαι,θέλω να μου κάνεις ένα χατίρι.
= Τελευταία, η κόρη μου είναι πολύ ανήσυχη και συχνά την βλέπω να μιλά με τον παπά.
– Σε λίγο πάλι θα περάσουν από εδώ.
– Ανέβα σε παρακαλώ εκείνο το δένδρο και άκου τι θα πουν.
– Πάρε κι ένα πεντοχίλιαρο για τον κόπο σου και μετά έλα να με βρεις, να μου πεις τι έμαθες.
– Ο Θύμιος το παίρνει και κάνει αυτό που του είπε το αφεντικό του.
-Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και βλέπει τον ιερέα με την κόρη του αφεντικού να πλησιάζουν.
– Πάτερ μου, δεν άκουσα την συμβουλή σας για εκείνο τον νέο και…
πώς να σας το πω;
– Λέγε παιδί μου,τι είναι αυτό που σε στενοχωρεί;
– Να… φοβάμαι ότι περιμένω παιδί…
– Αμάρτησες αλλά μην ανησυχείς παιδί μου.
-Αυτός που βρίσκεται εκεί ψηλά και τα βλέπει όλα, θα φροντίσει και για αυτό το παιδί.
– Πηδάει τρομαγμένος ο Θύμιος από το δένδρο και φωνάζει τρέχοντας..
-Ποτέ και με κανένα τρόπο! Με ένα παλιοπεντοχίλιαρο θα μου φορτώσετε και παιδί;