—
Σε μια φυλακή, ήταν κρατούμενοι ένας κοκάκιας κι ένας λεπρός στο ίδιο κελί.
Ο λεπρός είχε γεμίσει σημάδια και ξυνόταν συνεχώς.
Μια μέρα έτριβε τόσο δυνατά το πόδι του που το έβγαλε και το πέταξε έξω από το παραθυράκι.
– Αργότερα έξυσε το άλλο πόδι και το ένα χέρι μέχρι που…πέσανε κι αυτά, οπότε τα πέταξε κι αυτά έξω.
Ο κοκάκιας που ήταν αραγμένος στον κόσμο του από την μαστούρα, τον παρακολουθούσε και μια στιγμή του είπε με ύφος:
– Τι συμβαίνει φιλαράκι;
– Δραπετεύουμε σιγά σιγά;