σε , ,

ΑΝΕΚΔΟΤΟ: Δεκαετία του ογδόντα – ενενήντα…

ΑΝΕΚΔΟΤΟ: Δεκαετία του ογδόντα – ενενήντα…

ΑΝΕΚΔΟΤΟ: Δεκαετία του ογδόντα – ενενήντα…

Δεκαετία του ογδόντα – ενενήντα. Το Έμπασυ στο Κολωνάκι παίζει Σταμάτη Γαρδέλη και Στάθη Ψάλτη.

Ο Νίκος ο Αναστώ κάθεται στο Ντα Κάπο και πίνει το δέκατο τρίτο καπουτσίνο, oταν ένα Datsun γεμάτο καρέκλες σταματά στη μέση της πλατείας.

Από μέσα βγαίνει ένας τύπος Σάντα Μπάρμπαρα, πενηντάρης με χρυσό ρόλεξ, χρυσό δαχτυλίδι με μαύρη πέτρα, φακαντόρο στο λαιμό και δυο ολόχρυσα δόντια που λάμπουν στο μεσημεριανό ήλιο.

Ο Κώστας ο τροχονόμος διορισμένος το ’81 από τον Δροσογιάννη τον υπουργό αρχίζει να φωνάζει:

– «Που παρκάρεις εδώ ρε φίλε, απαγορεύεται δε βλέπεις;» και την ώρα που είναι έτοιμος να του ρίξει την κλήση, του πασάρει στη ζούλα μια πεντοχιλιαρικούμπα ο τζίψι:

– «Για το καφεδάκι. Και πούσε, γαλονάτο μπαλαμό, να μου προσέχεις την κούρσα και το εμπόρευμα νταξ;»

Και τότε όλο το Κολωνάκι μένει με ανοιχτό το στόμα.

Απ’ τη δεξιά πόρτα του Datsun ξεπροβάλλει μια ξανθιά αλφαδιασμένη δίμετρη, με ψηλές μαύρες γόβες, ξώπλατο, ξώβuζο, σχιστό ζαρτιεράτο και δικτυωτό από μέσα, ααααβάδιστα αββασάνιστα φιδίσιο κορμί. Μπροστά της η Πίππα Μίντλετον δεν πιάνει μία.

Ο Νίκος ο Αναστόπουλος αφήνει τον δέκατο όγδοο καπουτσίνο κι αναρωτιέται:

– Που το χτύπησε τέτοιο «παιδί» ο τζίψι; Να σκίσω τα Βερσάτσε μου.

Να μη μακρηγορώ, μπαίνουν χεράκι – χεράκι σε ένα από τα γνωστά κοσμηματοπωλεία του Κολωνακίου.

– «Τι θα επιθυμούσε ο κύριος;«, ρωτάει με λίγο Κολωνακιώτικο φλέγμα ο κοσμηματοπώλης.

– Άκου μπαλαμό μάστορη, τέλω να κάνει ένα ντώρο στο κοπέλα. Ένα περιντέραιο μαλαματένιο να ‘χει ντιαμαντάκι σπέσιαλ.

– «Ό,τι επιθυμείτε αγαπητέ κύριε» αλλάζει ύφος ο μάστορης μπαλαμός κι ανοίγει μια κασετίνα:

– Αυτό πως σας φαίνεται; Η τιμή του βέβαια είναι γύρω στο 1.500.000 δραχμές…

– «Μα τι λέει, κύριος;«, τα παίρνει ο Γύφτος. «Είπα τέλω το καλύτερο που έχεις. Πιάσε κάτι άλλο«.

Με τα πολλά βρίσκουν το επιθυμητό κόσμημα.

– Αυτό είναι το πιο ακριβό κόσμημα για το λαιμό που έχουμε, αγαπητέ μου. Είναι χειροποίητο από ατόφιο χρυσάφι, με λεπτά ακατέργαστα διαμάντια και τιμάται στα 30.000.000 δραχμές.

– «Σσσσσσσσωραίος«, αναφωνεί όλος ικανοποίηση ο Αθίγγανος. «Φόρα το μωρό μου και πες μου αν σου αρέσει«.

Τρελαίνεται η μικρή τσαπερδονοκwλοσφυρίχτρα καλλονή και συναινεί.

Τότε βγάζει ο γύφτος μια επιταγή 30 εκατομμυρίων δραχμών κι άλλη μια 5 εκατομμυρίων δραχμών. Και την αφήνει μπροστά στον τρελαμένο κοσμηματοπώλη.

– «Η δεύτερη επιταγή γιατί;«, ρωτάει.

– «Ένα μπουρμπουάρ να πιεις ένα καφεδάκι στην υγειά μου«, απαντάει με στιλ ο δικός μας.

– Κοιτάξτε κύριέ μου, δεν θέλω βέβαια να σας προσβάλω, αλλά είμαι υποχρεωμένος να κάνω επιβεβαίωση στην τράπεζα ότι οι επιταγές έχουν αντίκρισμα. Είναι μια τυπική διαδικασία… Καταλαβαίνετε. Και μιας και σήμερα είναι Σάββατο δεν μπορεί να γίνει αυτό. Αν θέλετε, αφήστε μου τις επιταγές, πάρτε την απόδειξη και να έρθει η κυρία να πάρει το κόσμημα τη Δευτέρα το πρωί. Δώστε μου το τηλέφωνό σας να σας ειδοποιήσω ο ίδιος προσωπικά.

– «Κανένα πρόβλημα!» λέει ο τζίψι. «Κούκλα θα έρθεις νωρίς τη Δευτέρα να γίνεις πριγκιπέσσα«.

Πάει ο κοσμηματοπώλης τη Δευτέρα το πρωί στην τράπεζα.
Νομίζω στην τράπεζα Κρήτης του Κοσκωτά…
Κι όχι μόνο είναι ακάλυπτη η επιταγή, αλλά δεν υπάρχει δεκάρα τσακιστή.

Παίρνει το γύφτο τηλέφωνο:

– Συγγνώμη, κύριε δεν μπορώ να δώσω το κόσμημα γιατί οι επιταγές είναι ακάλυπτες.

– Έλα μωρέ, δεν πειράζει κράτα το κολιέ! Και με το συμπάθιο για το ταλαιπωρία και χίλια φχαριστώ. Χάρη σε σένα εγκώ γκάμησα Σάββατο βράδυ.

[via]