Σε ένα χωριό της κρήτης κάνουν προξενιό μια πολύ όμορφη αλλά λίγο χαζούλα κοπέλα με έναν νέο από το χωριό.
Η μάνα της τη συμβουλεύει πώς να μιλήσει του γαμπρού μήπως και δεν καταλάβει πως η κοπέλα δεν στροφάρει…
-Μπορείς να του μιλάς αργά και καθαρά.
-Ρε μάνα και τι θα του λέω;
-Να.. θα τον ρωτήσεις τι δουλειά κάνει, τι του αρέσει να τρώει… τέτοια γενικά πράγματα…
-Ντάξει… ντάξει.
Την μέρα λοιπόν του τραπεζιού κάθετε η νεαρή μαζί, δίπλα δίπλα με τον νεαρό και τον ρωτάει:
-Τσι φακές τσις τρως;;
-Τσις τρώω λέει εκείνος.
-Να σου κάνω εγώ τσι φακές με τη δάφνη να κουζουλαθείς…
Χάρηκε αυτός που είναι νοικοκυρά η νύφη, ήταν ομορφούλα και άρχισε να την καλοβλέπει.
Το γιουβέτσι το τρώς; Ξανα ρωτάει αυτή…
Το τρώω λέει αυτός.
-Να σου κάνω εγώ το γιουβέτσι στον ξυλόφουρνο να κουζουλαθείς.
Ο γαμπρός έχει αρχίσει να την ψιλιάζεται, μαγκώνεται… μαζεύεται.
Η μάνα εντομεταξύ, εκεί με το άγρυπνο βλέμμα τα παρακολουθεί όλα. Έχει πάρει χαμπάρι τι γίνεται, την παίρνει πιο εκεί και της λέει:
Μην μιλάς όλο για φαγητά θα τον χάσουμε. Όμορφη είσαι.
Κάνε του γλυκά μάτια, καμιά πονηρή κουβεντούλα να τον γλυκάνεις για να μείνει.
Ντάξει, ντάξει. Μετά από λίγο λοιπόν κάθεται αυτή ξανά δίπλα στο γαμπρό και του λέει:
Το σeξ σ’αρέσει;;
Αν μ’άρέσει;; Μ’αρέσει πολύ λέει εκείνος και γουρλώνουν τα μάτια του.
Αααα… λέει εκείνη. Να σε πηδήξει ο ξάδερφος μου ο Μανωλιός να κουζουλαθείς.