Είναι ένας παπάς στον δρόμο και οδηγεί ένα Yugo. Κάποια στιγμή παίρνει μια στροφή άτσαλα και πέφτει πάνω σε μια… Ferrari. Η σύγκρουση ήταν τρομακτική και τα αμάξια γίνονται χαλκομανία.
Παρόλα αυτά, οι δύο οδηγοί δεν παθαίνουν ούτε γρατζουνιά. Βγαίνει από τις λαμαρίνες ο οδηγός της Ferrari και αρχίζει να κατεβάζει ό,τι καντήλι υπάρχει διαθέσιμο στον παπά.
– Μα καλά δεν βλέπεις ρε κόπανε, ποιος σου το ‘δωσε το δίπλωμα γα… το κέρ… μου;
Ο παπάς ατάραχος, απεγκλωβίζεται από το Yugo του και με χαρακτηριστική πραότητα του λέει:
-Τέκνον μου ηρέμησε. Είναι αμαρτία να βρίζεις αυτή τη στιγμή που ένα πραγματικό θαύμα έγινε μπροστά στα μάτια σου. Τα αυτοκίνητά μας καταστράφηκαν εντελώς, εμείς όμως δεν πάθαμε απολύτως τίποτα! Δεν είναι θαύμα αυτό;
Ο τύπος κοιτάει λίγο γύρω του και συνειδητοποιεί πως έχει απόλυτο δίκιο κι ότι επιπλέον τόση ώρα καθόταν και έβριζε έναν παπά κι έτσι ψιλοδαγκώνεται και λέει:
-Ε πάτερ μου… ναι, έχετε δίκιο σας ζητώ συγγνώμη.
-Κι όχι μόνο αυτό τέκνον μου, συνεχίζει ακάθεκτος ο παπάς, αλλά μας δίνεται και η ευκαιρία να δοξάσουμε τον Κύριο πίνοντας από αυτό το κρασί που προόριζα για την Θεία Κοινωνία.
Του δείχνει ένα μπουκάλι μαυροδάφνη που ήταν άθικτο από τη σύγκρουση κάπου ανάμεσα στα συντρίμμια.
Το ανοίγει ο παπάς και του το προσφέρει. Ο τύπος σαστισμένος το παίρνει, αρχίζει να κατεβάζει κάμποσο για να στανιάρει από το σοκ.
-Πάτερ μου, δεν ξέρω τι να πω, είναι όντως ένα θαύμα αυτό που ζω. Πιες μαζί μου για να δοξάσουμε τη δύναμη του Κυρίου.
-Α, όχι τέκνον μου. Εγώ θα περιμένω την αστυνομία.