Συναντιούνται 2 φίλοι από τα παλιά στον δρόμο. Αγκαλιές, φιλιά, χαρές. Λέει ο πρώτος:
– Ρε Μάτσο, θες να πάμε σπίτι να γνωρίσεις και την οικογένεια;
– Πάμε ρε!
Όταν έφτασαν, άνοιξαν την πόρτα και είδαν την γυναίκα του να πλένει τα πιάτα.
-Ήρθες, ρε ακαμάτη; Τι ώρα είναι αυτή;Έφερες ρε και το γομάρι τον φίλο σου; Εγώ μαγείρεψα μόνο για την οικογένειά μου, οπότε πάρτε τα κουβαδάκια σας και σε άλλη παραλία!
Μπαίνει ο γιος στο σαλόνι.
– Γεια σου, κωλόγερε!
Μπαίνει η πεθερά.
-Ήρθες, ρε μαλάκα; Γιατί δεν πας στο καλό, να αφήσεις το κοριτσάκι μου ήσυχο ρε;
– Ρε Μήτσο, δεν πάμε στο δικό μου σπίτι; Εδώ τα πράγματα είναι λίγο άγρια…
– Να πάτε στον αγύριστο! φωνάζει η Μόλις έφτασαν στο σπίτι του άλλου, είδαν την γυναίκα του να μαγειρεύει.
-Ήρθες, αντρούλη μου; Κολώνα του σπιτιού μου!Έφερες βλέπω και τον φίλο σου! Καλά έκανες, αγάπη μου!
– Γεια σου μπαμπακούλι, του λέει η κόρη του σε στάση προσοχής.
– Γαμπρούλη μου, καλώσόρισες! Το φαγητό είναι έτοιμο, ωραίο και ζεστό!
– Ρε φίλε, πώς τους καταφέρνεις όλους και σου φέρονται έτσι;
– Να, είναι απλό. Όλα άρχισαν από μια γατα.Μια μέρα την είδα να κοιμάται στο κρεβάτι μου.
Της δείχνω κίτρινη κάρτα. Μια άλλη φορά μπλέχτηκε στα πόδια μου.
Της δείχνω πάλι κίτρινη κάρτα. Ως τώρα είχε δύο κίτρινες. Μία άλλη φορά την είδα να τρώει από το πιάτο μου!
Της δείχνω κίτρινη κάρτα, τραβάω το περίστροφο και την καθαρίζω.
Όλοι αυτοί που βλέπεις εδώ μέσα έχουν ήδη από 2 κίτρινες κάρτες!