Είναι ο Κωστίκας στο σπίτι του και χτυπάει το τηλέφωνο.
– Έλα Κωστίκα, ο Γιωρίκας είμαι. Θα έρθω από την Γερμανία και θέλω αν γίνεται να με φιλοξενήσεις.
– Κ αι βέβαια φίλε μου. Ότι θέλεις.
– Να αν γίνεται, επειδή θα έρθω με την Ferrari, αν γίνεται να φτιάξεις ένα υπόστεγο για να την βάλω μέσα, για να μην βρέχεται ή μου τη σπάσει ή κλέψει κανένας.
– Και βέβαια. Θα ξεκινήσω αμέσως.
Ξεκινάει να χτίζει ο Κωστίκας, τον βλέπει ο γείτονας:
– Τι κάνεις εκεί, ρε Κωστίκα;
– Πω πω, γείτονα. Μεγάλη χαρά. Έρχεται ο Γιωρίκας από την Γερμανία και του φτιάχνω ένα υπόστεγο να βάλει μέσα τη Ferrari για να την προστατέψει.
– Μπράβο Κωστίκα. Καλά κάνεις.
Περνάει μια βδομάδα, δυο βδομάδες. Βγαίνει ο γείτονας στο μπαλκόνι και βλέπει ένα τεράστιο υπόστεγο.
– Τι κάνει αυτός ο Κωστίκας, θα σκάσω. Ρε Κωστίκα, τι κάνεις εκεί πέρα;
– Αχ γείτονα, κακό που με βρήκε, που να στα λέω. Με πήρε τηλέφωνο ο Γιωρίκας και μου είπε ότι θα έρθει με το τρένο τελικά.