Ένας Κρητικός κάθεται στο λιμάνι και περιμένει το πλοίο, που θα τον πάει
στον Πειραιά. Είναι εκνευρισμένος γιατί το πλοίο αργεί να έρθει. Πάνω
στα νεύρα του, αρχίζει και κλωτσάει ότι βρίσκει μπροστά του. Ξαφνικά
κλωτσάει ένα λυχνάρι. Το λυχνάρι χτυπάει σε μια πέτρα, σκάει και βγαίνει
ένα τζίνι. Tο Τζίνι βλέπει τον Κρητικό και του λέει:
– Ευχαριστώ αφέντη μου με γλίτωσες. Ήμουν τόσα χρόνια κλεισμένος εκεί
μέσα… πες μου τώρα τη χάρη θέλεις να σου κάνω και θα σου τη κάνω για
να είμαστε πάτσι…
– θέλω του λέει ο κρητικός να φτιάξεις ένα δρόμο από το Ηράκλειο μέχρι
τον Πειραιά, να πηγαίνω με το αυτοκίνητο μου!
– Δεν γίνεται του λέει το τζίνι, αυτό που ζητάς είναι τρομερά δύσκολο
ακόμα και για ένα Τζίνι. Θέλει χιλιάδες τόνους άμμου, εκατοντάδες
εργολάβους, τεχνικούς, χιλιάδες εργάτες, και ας μη σου αναφέρω τα
μπλεξίματα με τις κακοτεχνίες, τα φακελάκια, τα ΙΚΑ Μίκα σύκα και όλες
τις άδειες…. Σκέψου κάτι λίγο πιο εύκολο
Πράγματι…σκέφτεται ο κρητικός και του λέει:
– θέλω να κάνεις την γυναίκα μου να με καταλαβαίνει…
Kαι τότε το τζίνι του λέει:
– Από που είπες ότι θες να ξεκινήσει ο δρόμος;