Ήτανε ο Γιωρίκας και έψαχνε για να αγοράσει άλογο. Πηγαίνει στο διπλανό χωρίο που έμαθε πως ένας πουλούσε το δικό του και τον βρίσκει το καφενείο να παίζει χαρτιά.
«Πουλάς μωρέ το άλογο;» του λέει ο Γιωρίκας.
«Το πουλώ» του λέει ο άλλος.
«Και πόσο θες;»
«500 Ευρώ»
Βγάζει από την τσέπη του 500 Ευρώ, του τα δίνει και του λέει:
«Σου δίνω τα λεφτά για να μη το πουλήσεις σε κανέναν άλλο και θα ‘ρθω αύριο το πρωί από το σπίτι σου με φορτηγό να το φορτώσουμε και να το πάρω.»
Δώσανε τα χέρια και πάει την άλλη μέρα πρωί-πρωί από το σπίτι του.
«Άστα…» του λέει αυτός που είχε το άλογο «…το άλογο εχθές που γύρισα από το καφενείο είχε ψοφήσει.»
«Ε τι να κάνουμε τώρα…» του λέει ο Γιωρίκας «…πρέπει να μου δώσεις τα λεφτά πίσω».
«Τα λεφτά τα έχασα εχθές στα χαρτιά..» του λέει ο άλλος «και δεν έχω να σου τα δώσω. Αν θέλεις να σου τα χρωστάω και όταν πάρω την επιδότηση από τις ελιές να σου τα δώσω.»
Το σκέφτεται ο Γιωρίκας λίγο και του λέει:
«Εγώ με άδεια χέρια δεν φεύγω, ή θα μου δώσεις τα λεφτά ή το άλογο και ας είναι και ψόφιο».
Πάει και φορτώνει στο φορτηγό το άλογο ο Γιωρίκας και φεύγει.
Αυτός βέβαια που είχε το άλογο παραξενεύτηκε και τον έτρωγε η περιέργεια τι το ήθελε το ψόφιο άλογο.
Μετά από κανένα μήνα τον συναντά στο δρόμο και τον ρωτάει:
«Μα πες μου σε παρακαλώ γιατί με έχει φάει η περιέργεια και δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια, τι το έκανες το ψοφισμένο άλογο;»
«Άκου να δεις…» του λέει ο Γιωρίκας «εγώ με αυτό το άλογο έβγαλα 998 Ευρώ»
«Πως γίνεται αυτό;!» αναφώνησε ο άλλος.
«Την ίδια μέρα που το πήρα από εσένα το έβαλα σε λοταρία για 2 Ευρώ το άτομο και βρήκα 500 άτομα που συμμετείχαν!»
«Καλά..» του λέει ο άλλος «και δεν σε κυνήγησαν που κλήρωσες ένα άλογο ψοφισμένο;»
«Όχι..» απαντάει ο Γιωρίκας «…μόνο αυτός που το κέρδισε μου διαμαρτηρήθηκε και του έδωσα τα 2 ευρώ πίσω»