Ένας ηλικιωμένος πάει για εξομολόγηση μετά από πολλά χρόνια.
– Πάτερ μου, τον Ιούνιο του 1943 μια όμορφη ξανθιά μου χτύπησε την πόρτα και μου ζήτησε να την κρύψω από τους Γερμανούς. Εγώ τη βοήθησα και την έκρυψα στο κελάρι…
– Ήταν υπέροχο αυτό που έκανες, λεει ο ιερέας.
– Ναι αλλά ήμουν αδύναμος Πάτερ και εκείνη τόσο ευγνώμων που μου ζητούσε να με ξεπληρώνει με σeξ.
– Κοίτα παιδί μου, συνεχίζει ο ιερέας. Ήσασταν και οι δύο σε μεγάλο κίνδυνο και θα υπέφερε η κοπέλα αν την έβρισκαν οι Γερμανοί. Είσαι συχωρεμένος.
– Σ’ ευχαριστώ Πάτερ, λεει ο ηλικιωμένος, μου έβγαλες ένα μεγάλο φορτίο από πάνω μου. Αααα! πριν το ξεχάσω έχω άλλη μια ερώτηση.
– Τι είναι τέκνο μου;- Πάτερ, πρέπει τώρα να της το πω ότι τελείωσε ο πόλεμος;