Μία νεαρή ξανθιά έμεινε ξαφνικά χήρα, όταν έχασε τον επίσης νεαρό άνδρα της σε δυστύχημα…
Απαρηγόρητη έκλαιγε συνέχεια και πήγαινε κάθε απόγευμα στο νεκροταφείο, ντυμένη με μαύρα κολλητά ρούχα, μίνι φούστα, δικτυωτό καλσόν και γόβες στιλέτο.
Με αυτήν την αμφίεση ήταν αδύνατον να περάσει απαρατήρητη, και ειδικά από τον φύλακα, που την πρόσeξε από την πρώτη στιγμή…
Μία φορά λοιπόν την παρακολούθησε να δει τι θα κάνει μέσα στο νεκροταφείο.
Την είδε να ανάβει το καντήλι, να αλλάζει τα λουλούδια, να κλαίει πάνω από τον τάφο και στο τέλος να… σηκώνει την φούστα, να κατεβάζει λίγο το στρινγκ και το καλσόν, και να κάθεται πάνω στον τάφο αμίλητη.
Μετά από λίγο, σηκώθηκε σιγά σιγά και αφού τακτοποίησε τα ρούχα της βάδισε αργά προς την έξοδο, αφήνοντας τον φύλακα άφωνο. Η ξανθιά χήρα έκανε το ίδιο κάθε μέρα, αφήνοντας να τρελαίνεται από μην την και απορία.
Μετά από δύο βδομάδες ο φύλακας δεν άντεξε και πλησίασε τη χήρα όπως έβγαινε και της μίλησε:
– Συγνώμη μαντάμ, αλλά δε μπορώ να μην σας ρωτήσω. Γιατί κάθε μέρα αφού φροντίσετε τον τάφο καθόσαστε πάνω του με γυμνά οπίσθια;
– Τι να σας πω, λέει η ξανθιά. Δεν είναι και εύκολο να εξηγήσεις τέτοια πράγματα, αλλά να, όσο ζούσε ο άνδρας μου, κάθε φορά που το κάναμε μου έλεγε:
– Κουκλάρα μου, ο κώλ*ς σου και νεκρούς ανασταίνει!!!