Ήταν ένας μεγάλος τσιγκούνης, που σ’ όλη του τη ζωή δεν είχε ξοδέψει ούτε ένα ευρώ για κάτι περιττό. Έτσι είχε καταφέρει να κάνει μια καλή περιουσία.
Όταν κατάλαβε πως ήταν τα τελευταία του θέλησε να πάρει όλα αυτά που είχε μαζί του στον άλλο κόσμο. Έτσι πούλησε τα πάντα. Αυτοκίνητα, οικόπεδα, επιχειρήσεις, ακόμα και το σπίτι που έμενε με τη γυναίκα του, το πούλησε και την έβαλε να μένει στο ενοίκιο.
Λίγο πριν πεθάνει λέει στη γυναίκα του:
«Γυναίκα ρευστοποίησα ότι έχω κάνει με τόσο κόπο και οικονομία σε όλη μου τη ζωή. Θέλω να μου υποσχεθείς πως όταν πεθάνω θα τα βάλεις όλα στην κάσα μου, να τα πάρω μαζί μου».
Του υποσχέθηκε με χίλιους όρκους, λοιπόν, η γυναίκα του πως όταν πεθάνει θα βάλει όλα του τα λεφτά στην κάσα.
Πεθαίνει ο τσιγκούνης και τον θάβουν. Η κολλητή της χήρας την πλησιάζει μετά την κηδία και της λέει:
«Δεν νομίζω να είσαι τόσο χαζή και να έβαλες στο φέρετρο όλα του τα χρήματα όπως είχες υποσχεθεί».
«Άκου φιλενάδα», της λέει «έκανα χίλιους όρκους πως θα τα βάλω και δεν μπορώ να τους αθετήσω».
«Μου λες δηλαδή πως έβαλες όλα τα χρήματα, μαζί του, στην κάσα;»
«Φυσικά και το έκανα», της απαντάει «έβαλα όλα τα χρήματα στον λογαριασμό μου, του έκοψα μία επιταγή στο όνομά του και την έβαλα μαζί του στην κάσα. Όποτε θέλει μπορεί να την εξαργυρώσει!»