Είναι η σαύρα και κάθεται μαζί με το κοάλα στο δάσος και κάνουν μπάφους.
Μετά από καμιά δεκαριά τσιγάρα λέει η σαύρα σε slow motion:
«Πάω – στο – ποτάμι – να – πιω – λίγο – νερό, – γιατί, – στέγνωσε – το – στόμα – μου».
«Εντάξει, – και – εγώ – διψάω – αλλά – βαριέμαι – να – πηγαίνω. Πιες – και – για – μένα…» λέει σε slow motion και το κοάλα.
Φτάνει στο ποτάμι η σαύρα αλλά από τη μαστούρα χάνει την ισορροπία της και πέφτει μέσα στο νερό.
Αρχίζει και φωνάζει: «Βοήθεια! Βοήθεια! Βοήθεια!»
Την ακούει ο κροκόδειλος και σκέφτεται: «Μακρινά ξαδέρφια είμαστε, ας τη βοηθήσω» και κάνει 2 ελιγμούς και την βγάζει από το νερό.
«Πως έπεσες μέσα στο ποτάμι;» τη ρωτάει.
«Να, κάναμε κάτι μπάφους με το κοάλα, ήμουν ζαλισμένος, και έπεσα μέσα όταν πήγα να πιω νερό» του απαντάει.
«Μπάφους ε; Αχ να είχαμε έναν!!» λέει ο κροκόδειλος.
«Μην ανησυχείς! Πήγαινε να βρεις το κοάλα και πες του να σου δώσει. Έχει μαζέψει μπόλικο. Εγώ θα κάτσω λίγο εδώ να ξεκουραστώ και θα έρθω μετά» του λέει η σαύρα.
Πηγαίνει μες τη χαρά ο κροκόδειλος και βρίσκει το κοάλα που ακόμα κάπνιζε.
Το κοάλα τον βλέπει, γουρλώνει τα μάτια και του λέει:
«Καλά ρε μαλάκα, πόσο νερό ήπιες;»