Ξεκινάει ένα πρωί ο αγρότης για το χωράφι του και εκεί που περπάταγε αμέριμνος και χάζευε το ωραίο τοπίο, ακούει ένα σφύριγμα.
Κοιτά δεξιά, κοιτά αριστερά, και βλέπει στο μπαλκόνι ενός σπιτιού μια δίμετρη κοπέλα, χωρίς ρούχα, να του κάνει νεύμα να ανέβει στο μπαλκόνι.
Χωρίς να το πολυσκεφτεί αυτός, πιάνεται από το δέντρο, σκαρφαλώνει στο μπαλκόνι.
Μόλις ανεβαίνει όμως στο μπαλκόνι και πριν γίνει τίποτε με την κοπέλα, εμφανίζεται ένας δίμετρος αράπης. Πιάνει ο αράπης τον αγρότη τον βάζει κάτω, του αλλάζει τα φώτα και μετά τον διώχνει.
Την άλλη μέρα, ξαναξεκινά ο αγρότης για το χωράφι του. Περνάει από το ίδιο σπίτι, και ξαναβλέπει την ίδια κοπέλα.
– Έλα πάνω, του λέει. Δεν είναι κανείς!
Σκαρφαλώνει αυτός πάλι στο μπαλκόνι, αλλά ξαναεμφανίζεται ο δίμετρος αράπης και ξανά-μανά του δίνει και καταλαβαίνει.
Την τρίτη μέρα, πάλι το ίδιο.
Την τέταρτη μέρα, όταν του ξανασφυρίζει η κοπέλα, την ρωτά:
– Ρε κοπέλα, πες μου ειλικρινά, είναι ο αράπης πάνω;
– Όχι, αυτήν την φορά δεν είναι…
– Ε, τότε τί να ανέβω!