Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν δύο καλόγριες. Η μία λεγόταν Αδελφή Μαθηματικά (ΑΜ) και η άλλη Αδελφή Λογική(ΑΛ). Ένα βράδυ κι ενώ σουρούπωνε, ήταν και οι δύο ακόμα μακριά από το μοναστήρι. Τότε ξεκινάει ο εξής διάλογος:
ΑΜ: Προσέξατε τον άνδρα που μας ακολουθεί εδώ και 34,2 λεπτά; Αναρωτιέμαι τι μας θέλει…
ΑΛ: Είναι λογικό, θέλει να μας βιάσει.
ΑM: Ωχ όχι! Στην απόσταση που βρίσκεται θα μας προφτάσει σε λιγότερο από 15 λεπτά. Τι μπορούμε να κάνουμε;
ΑΛ: Το μόνο λογικό είναι να βαδίσουμε πιο γρήγορα.
Άρχισαν να περπατάνε πιό γρήγορα αλλά η Αδελφή Μαθηματικά λέει:
ΑΜ: Δεν καταφέραμε τίποτα.
ΑΛ: Φυσικά και δεν καταφέραμε τίποτα. Ο άνδρας έκανε ό,τι πιό λογικό μπορούσε. Ανέπτυξε ταχύτητα ο ίδιος.
ΑΜ: Τότε τι κάνουμε; Σε ένα λεπτό θα μας έχει φτάσει.
ΑΛ: Το μόνο λογικό είναι να χωριστούμε. Εσείς από δω κι εγώ από εκεί. Έτσι δεν θα μπορεί να ακολουθήσει και τις δύο.
Ο άνδρας διαλέγει να ακολουθήσει την ΑΛ. Η Αδελφή Μαθηματικά φτάνει στο μοναστήρι κι αρχίζει να ανησυχεί για την Αδελφή Λογική που δεν έχει φτάσει ακόμα. Όταν φτάνει επιτέλους η Αδελφή Λογική, την πλησιάζει η Αδελφή Μαθηματικά και της λέει:
ΑΜ: Αδελφή Λογική! Δόξα τω Θεώ, φτάσατε! Πείτε μου τι συνέβη!
ΑΛ: Συνέβη ότι πιο λογικό. Ο άνδρας δεν μπορούσε να μας ακολουθήσει και τις δύο και διάλεξε εμένα.
ΑM: Ναι, ναι! Αλλά έπειτα;
ΑΛ: Συνέβη ό,τι πιό λογικό. Άρχισα να τρέχω όσο μπορούσα πιο γρήγορα, και ο άνδρας έκανε το ίδιο.
ΑM: Και;
ΑΛ: Συνέβη ότι πιο λογικό. Με πρόφτασε.
ΑM: Ωχ Θεέ μου! Και τι κάνατε;
ΑΛ: Ό,τι ήταν λογικό να κάνω. Σήκωσα τη ρόμπα μου.
ΑM: Ωχ αδελφή! Κι ο άνδρας τι έκανε;
ΑΛ: Ό,τι ήταν λογικό, κατέβασε το παντελόνι του.
ΑM: Ωχ όχι! Τι έγινε έπειτα;
ΑΛ: Λογικό δεν είναι, αδελφή; Μία καλόγρια με τη ρόμπα σηκωμένη τρέχει πιο γρήγορα από έναν άνδρα με κατεβασμένα παντελόνια.