Σε ένα απομονωμένο χωριό παντρεύτηκε με προξενιό κάποιος παρθένος που δεν γνώριζε τίποτα για τον έρωτα. Το κρεβάτι, το είχε μόνο για ύπνο.
Η γυναίκα του, αφού πέρασαν 2 μήνες και ο άντρας της δεν της έκανε έρωτα, πήγε στην μάνα της και έκανε παράπονα.
-Μάνα τι άντρα πήρα εγώ; 2 μήνες τώρα στο κρεβάτι έρχεται μόνο για ύπνο. Δεν ξέρω τι να κάνω. Ντρέπομαι όμως να του το πω.
-Να πας στο σπίτι σου κόρη μου, να ξαπλώσεις στο κρεβάτι, να κάνεις την ετοιμοθάνατη και να κλαις συνέχεια, της είπε η μάνα της.
Πήγε λοιπόν η άμοιρη στο σπίτι της και έκανε ότι της είπε η μάνα της. Μόλις την άκουσε ο άντρας της, τρέχει στην πεθερά του και της λέει:
-Πεθερά κάτι έπαθε η κόρη σου και αρρώστησε βαριά, τι να κάνω;
-Για να γίνει καλά θα πρέπει να της κάνεις έρωτα, του είπε.
-Και πως το κάνουν αυτό; -Α! Τράβα στο καφενείο να σου πούνε οι φίλοι σου.
Πάει λοιπόν στο καφενείο, ρωτάει, μαθαίνει, και πάει στη γυναίκα του. Να μια φορά, να δυο να και δέκα. άρχισε τότε να συνέρχεται η γυναίκα του.
Από εκείνη όμως την στιγμή έπεσε ο άντρας σε βαθιά μελαγχολία.
– Τι έπαθες άντρα μου; Το ρωτάει η γυναίκα του.
-Ε να, λέει. Εάν ήξερα και πριν για αυτό το γιατρικό, δεν θα είχα αφήσει τον πατέρα μου να πεθάνει