Φτωχοί, πάμπφτωχοι συνταξιούχοι ήταν ο γέρος κι η γριά, δεν τα έβγαζαν πέρα, έτυχαν και κάτι έκτακτα, έφτασε ο κόμπος στο χτένι, την επόμενη μέρα δεν θα είχαν τι να βάλουν στο τσουκάλι.
– Πήρα τη μεγάλη απόφαση, λέει η γριά. Θα εκδοθώ.
Τον έπιασαν τα γέλια τον γέρο:
– Είσαι σοβαρή μωρή, σε τέτοια ηλικία;
Δεν είχαν όμως κι άλλη επιλογή, στολίστηκε η γριά, φτιασιδώθηκε, αρωματίστηκε και, υπό το μειδίαμα του γέρου, πήρε τους δρόμους.
Το επόμενο πρωί, κοιμόταν ακόμα ο γέρος, πάει η γριά στο κρεβάτι, τον ξυπνάει και του πετάει στα μούτρα 200 ευρώ.
Τρελάθηκε αυτός:
– Έλα ρε σύ, βρέθηκε έστω και ΕΝΑΣ άντρας να σε πλησιάσει;
– Ένας μόνο; Διακόσιοι!