Η Βασίλω, μια βλάχα γύρω στα τριάντα, ξεκινάει ένα πρωί φουριόζα από τη στάνη και ροβολάει» ‘σα κατ’ το χουργιό», έτσι είπε στην πρωτοκόρη της την εννιάχρονη Μαριγώ, που την άφησε να προσέχει τα άλλα τέσσερα μικρότερα αδέλφια της και την καλύβα στη στάνη και την ορμήνεψε αν τύχει και γυρίσει απ΄ το κοπάδι ο Μήτρος ο κύρης τους και ρωτήσει πού είναι η μάνα αυτό να τουπει: «Πάει…’σα κάτ’ στου χουργιό για δ’λεια…»
Φτάνοντας στο χωριό πήγε κατευθείαν στο σπίτι της μαμμής, που την ήξερε καλά μετά από τόσες γέννες που την είχε βοηθήσει.
-Κυρά μαμμή, δεν μπορώ άλλα γεννητούρια. Θέλω να με πεις τί να κάμω για να μη ματαφουσκώσ’ η κοιλιά μ’…Ου Μήτρους δεν έχ’ ανάγκη. Κάθε λίγο και λιγάκι με ρίχνει κάτ’ και…ξέρ’ς εσύ τώρα, δεν ξέρ’ς;
-Αμ’δεν ξέρω! Λοιπόν, άκουσε. Είπες ότι σε ρίχνει κάτω. Στο εξής δεν θα τον ξαναφήσεις να σε βάλει αυτός κάτω, μα θα τον
βάλεις εσύ…
-Ηγώ!!!
-Ναι, εσύ, πιο καλά είναι και…πρόσeξε τώρα, όπως θα έχεις ελευθερία στις κινήσεις, μόλις τον βλέπεις ν’αλλοιθωρίζει θα δίνεις μια και θα τραβιέσαι από πάνω του. Αν το κάνεις αυτό σωστά και στην ώρα του, στο υπογράφω, δεν ξαναμείνεις έγκυος.
Κάθισε για λίγο σκεφτική η Βασίλω και μετά ρωτάει τη μαμμή.
-Και δε με λες, κυρά μαμμή! Πώς δεν μπορέσω ηγώ να δω πότε θ’αλλοιθωρίσει ου Μήτρους; Αφού ηγώ κείνη την ώρα είμ’ ολόστραβη!