Δυο βλάχοι, ο Μήτσους και ο Κήτσους, ένα απογευματάκι καθότανε σε μια όμορφη τοποθεσία του ορεινού χωριού τους και καμάρωναν τη θέα.
Σε λίγο περνάει από κει ένας τουρίστας.
Τους πλησιάζει…
– Ντου γιου σπικ ιγκλις; τους λέει.
Οι βλάχοι κοιτάζονται, σηκώνουν τους ώμους και του λένε:
– Τς!
– Σπρεχεν ντοιτς;
Κοιτάζονται πάλι με απορία…
– Τς!
– Παρλε βου φρανσε;
– Τς!
– Παρλαρε ιταλιανο;
– Τς!
– Παρλα εσπανιολ;
– Τς!
Ο τουρίστας απογοητευμένος φεύγει…
Λέει ο Μήτσους:
– Ρε συ Κήτσου μπας και πρεπ να μάθουμ καμιά ξεν γλώσσα;
– Τι να την κανς την ξεν γλώσσα ρε Μήτσου;
– Εμ πως ρε Κήτσουμ αν ξερς μια ξεν γλώσσα μπορείς να συνεννοηθείς.
– Μπα; Γιατί αυτουνος που ήξερε πέντε μπόρεσε να συνεννοηθεί;