Επιστρέφει ο σύζυγος από την δουλειά το απόγευμα, πάει να πλύνει τα χέρια του στη βρύση του νιπτήρα, όμως αυτή δεν λειτουργεί:
– Ρε γυναίκα, λέει, τι έπαθε η βρύση, δεν τρέχει!
– Ναι, του απαντάει η γυναίκα του, χάλασε, δεν πιάνεις να την φτιάξεις;
– Με ξέρεις 20 χρόνια, έφτιαξα ποτέ χαλασμένες βρύσες;
Μετά από λίγες μέρες, επιστρέφει ξανά από την εργασία του ο σύζυγος και πάει στη κρεβατοκάμαρα να αλλάξει. Το φως όμως δεν ανάβει:
– Ωχ, κάηκε η λάμπα;
– Όχι, του απαντά. Χάλασε ο διακόπτης, δεν τον φτιάχνεις;
– Τι λες ρε γυναίκα; 20 χρόνια τώρα, έφτιαξα ποτέ διακόπτες;
Την μεθεπόμενη μέρα, ο σύζυγος γύρισε από την δουλειά του, πάει να βγει στο μπαλκόνι αλλά το πόμολο δεν λειτουργεί.
– Ρε γυναίκα τι έγινε; Δεν ανοίγει η μπαλκονόπορτα.
– Ναι, χάλασε. Δεν κοιτάς να την φτιάξεις; απαντά αυτή.
– Ρε γυναίκα 20 χρόνια με ξέρεις, πόμολα έφτιαξα ποτέ;
Έπειτα από μια εβδομάδα, ο άντρας επιστρέφει από την εργασία του και πάει να πλυθεί. Η βρύση λειτουργεί, το φως της κρεβατοκάμαρας ανάβει και η πόρτα του μπαλκονιού ανοίγει:
– Ρε γυναίκα, τι έγινε; Κάλεσες μάστορα και τα έφτιαξε;
– Όχι, ήρθε νέος γείτονας που πιάνουν τα χέρια του και μας τα έφτιαξε.
– Τον πλήρωσες; ρωτάει κάπως προβληματισμένος ο σύζυγος.
– Όχι, του είπα αν τα φτιάξει, ή θα του φτιάξω μια πίτα ή θα του πάρω μια πίπα.
– Και τι έκανες; ρωτάει ο σύζυγος ανήσυχος.
– 20 χρόνια είμαστε μαζί, έφτιαξα ποτέ πίτες;