Ήταν ένας βασιλιάς κάπου στην ανατολή, που είχε πολλές γυναίκες αλλά μόνο μία ήταν η νόμιμη βασίλισσα.
Ένα βράδυ την καλεί στο δωμάτιό του, την χαϊδεύει και την ρίχνει στο κρεβάτι. Για ώρα παιδευόταν, έκανε κόλπα και όταν μετά από πολλά τελείωσε, ρωτάει την βασίλισσα:
– Σου άρεσε αγάπη μου;
– Αγάπη μου, δεν κατάλαβα τίποτε!
Τότε ο βασιλιάς φωνάζει έναν υπηρέτη που κατά σύμπτωση ήταν έγχρωμος και του λέει:
– Έλα να μας κάνεις αέρα με το φτερό.
Ξεκινάει τον δεύτερο γύρο, τελειώνει, ρωτάει την βασίλισσα πώς της φάνηκε:
– Αγάπη μου, δεν κατάλαβα τίποτε!
Ο βασιλιάς βάζει τον υπηρέτη να ανέβει σε ένα σκαμπό ακριβώς από πάνω του και να του κάνει πάλι αέρα. Ξεκινάει τον τρίτο γύρο ο βασιλιάς, τελειώνει και ρωτάει την βασίλισσα:
– Πώς σου φάνηκε, αγάπη μου;
– Αγάπη μου, δεν κατάλαβα τίποτε!
Ο βασιλιάς πετιέται από το κρεβάτι, παίρνει το πούπουλο, στέλνει τον υπηρέτη στην θέση του στο κρεβάτι και αρχίζει αυτός να κάνει αέρα.
Βουτάει ο υπηρέτης την βασίλισσα, την βάζει κάτω και όταν από τα πολλά τελείωσε, ρωτάει ο βασιλιάς την γυναίκα του:
– Πώς σου φάνηκε αγάπη μου;
– Αγάπη μου! Ήταν φοβερό! Τέλειο. Δεν έχω ξανανιώσει έτσι ποτέ!
Γυρνα ο βασιλιάς στον αράπη και του λέει:
– Είδες πώς κάνουν αέρα, ρε βλάκα!!!