Μια νεαρή δασκάλα αποφασίζει να κάνει ένα πρόχειρο διαγώνισμα στην τάξη της, για να διαπιστώσει την πρόοδο των μαθητών της.
Το θέμα είναι δύσκολο κι αρχίζουν να γράφουν αμέσως.
Γυρνάει η δασκάλα να γράψει το θέμα στον πίνακα, σηκώνεται η κοντή φούστα της και απ το βάθος της τάξης ακούγεται ένα γέλιο.
– Τι συμβαίνει, Δημητράκη ; ρωτάει η δασκάλα.
– Κυρία, είδα μια απ τις ζαρτιέρες σας!
– Έξω απ την τάξη, λέει η δασκάλα Δε θέλω τέτοια πράματα στο μάθημά μου. Δε θέλω να σε δω για 3 ημέρες.
Τότε η δασκάλα αποφάσισε να δώσει κάτι συμπληρωματικές οδηγίες, γυρνάει στον πίνακα και, καθώς τεντώνεται να γράψει, ένα ακόμη γέλιο ακούγεται απ την τάξη.
– Τι συμβαίνει, Γιαννάκη; ρωτάει η δασκάλα, που είχε αρχίσει να εκνευρίζεται.
– Κυρία , είδα τη ζαρτιέρα σας, απαντάει ο Γιαννάκης .
– Έξω απ την τάξη μου , ξαναλέγει η δασκάλα . Κι αυτή τη φορά η τιμωρία θα είναι πιο αυστηρή . Θα επιστρέψεις μετά από 3 βδομάδες . Εκνευρισμένη όπως ήτανε , γυρίζει πάλι στον πίνακα, αλλά της πέφτει ο σπόγγος . Σκύβει να τον πιάσει και ένα δυνατότερο γέλιο ακούγεται απ το βάθος της τάξης. Στρέφει προς τους μαθητές η δασκάλα και βλέπει τον Μπόμπο να κατευθύνεται προς την έξοδο.
– Και για πού το βαλες εσύ , των ρωτάει.
– Μ αυτό που είδα εγώ, απαντάει ο Μπόμπος, καταλαβαίνω ότι οι μέρες μου στο σχολείο τελειώσανε πια…