Ένας διαρρήκτης μπουκάρει τις μικρές ώρες σε μια βίλα κάπου στην Εκάλη. Μόλις είχε αρχίσει να κάνει τα πρώτα δειλά βήματα στα σκοτεινά, ακούει μια φωνή να λέει «Ο ΘΕΟΣ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ!» και μένει κάγκελο.
Μουδιασμένος και ακουμπώντας σε ένα τοίχο, μένει ακίνητος κρατώντας ακόμα και την αναπνοή του για 2 λεπτά, αλλά δεν ακούει κανένα θόρυβο. Δειλά, δειλά κάνει ένα μικρό βηματάκι.
– Ο ΘΕΟΣ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ ΤΩΡΑ! ακούει πάλι τη φωνή, αυτή τη φορά πιο δυνατά και αυστηρά από πριν.
Χεσμένος από το φόβο του, ανάβει το φακό του και αρχίζει να ψάχνει από που έρχεται αυτή η φωνή. Δεν αργεί να εντοπίσει ένα μεγάλο παπαγάλο σε ένα κλουβί που κρεμόταν στο τοίχο και γυάλιζε το μάτι του στο δυνατό φως του φακού.
Διαρρήκτης : Εσύ μίλησες;
Παπαγάλος : Ναι εγώ και είπα ότι ο Θεός σε βλέπει τώρα που μπήκες να κλέψεις.
Διαρρήκτης : Α να χαθείς βλάκα και με κοψοχόλιασες! Μιλάς όμως πολύ καλά και καθαρά.
Παπαγάλος : Φυσικά και μιλάω καλά. Τι στο καλό είμαι και 50 χρονών!
Διαρρήκτης : Εντυπωσιακό. Το είχα καταλάβει ότι κάτι παράξενο συνέβαινε εδώ μέσα. Και δεν μου λες, πώς σε λένε;
Παπαγάλος : Μήτσο με λένε και μένω εδώ.
Διαρρήκτης : Χα χα, Μήτσο; Καλά παρανοϊκό όνομα για παπαγάλο!
Παπαγάλος : Μπααα, μη το λες. Πιο παρανοϊκό είναι το Θεός για ντόπερμαν…!!!