-Οδηγός: Χικ, καλησπέρα σας.
-Τροχονόμος: Έχετε πιεί;
-Οδηγός: Γιατί,σε σας παραγγέλνουμε;
__________________________________________________
Μεθυσμένος: – Μάγκα ελεύθερος;
Ταξιτζής: – Ναι!
Μεθυσμένος: – Χορεύουμε;
– Φιλαράκι θα μου φτιάξεις ένα σουβλάκι απ’ όλα;
– Πίτα;
– Άσ’τα… χάλια!
-Τροχονόμος: Δεν ξέρεις ότι απογορεύονται τρία άτομα πάνω σε μηχανή;
-Μοτοσυκλετιστής: Καλά και ήταν ανάγκη να με περικυκλωσετε;
__________________________________________________
-Κατάστημαααα, φωνάζει.
-Ορίστε κύριε.
-Βάλε μου ένα διπλό ουϊσκι πρίν αρχίσουμε.
-Αμέσως. (του το δίνει).Το πίνει σε χρόνο dt.
-Μπάρμαν, βάλε μου άλλο ένα διπλό ουϊσκι πρίν αρχίσουμε.
Το παίρνει στα χέρια του και το κατεβάζει σαν νερό. Ενώ έχει αρχίσει να ζαλίζεται, φωνάζει:
-Παιδί, βάλε μου ακόμη ένα διπλό ουϊσκι πρίν αρχίσουμε. Το πίνει μονορούφι. Έχει ήδη μεθύσει, μπερδεύει τα λόγια του αλλά επιμένει:
-Βάλε ΧΙΚ βάλε άααλλο ένΧΙΚ άλλο ένα διπλό ουϊσκι πριν αρΧΙΚ αρχίσουμε.
Ο μπάρμαν βλέποντας ότι ο άνθρωπος είναι τύφλα λέει:
-Ρε φίλε, αφού είσαι πίτα. Πλήρωσε να πας σπίτι σου.
-Να τα μας, αρχίσαμε…
__________________________________________________
– Ποιος είναι; ρωτάει ο άντρας.
– Ρε φίλε, σε παρακαλώ, έλα να δώσεις ένα χεράκι! Λίγο σπρώξιμο θέλω μόνο! απαντάει ο μεθυσμένος.
– Ασε μας ρε φίλε, βραδιάτικα! του απαντάει και ξαναπέφτει στο κρεβάτι του.
– Ποιος ήταν; τον ρωτάει γυναίκα του
– Ένα μεθυσμένος που θέλει λίγο σπρώξιμο! της απαντάει.
Σε λίγο ξανά ακούγεται το κουδούνι. Ο ίδιος πάλι!
– Βρε μωρό μου, λέει η γυναίκα, πήγαινε να δεις τι θέλει! Σκέψου ότι μπορεί κι εμείς να βρισκόμασταν στη θέση του! Δεν θα θέλαμε να μας βοηθήσει κάποιος;
Τι να κάνει ο άντρας, ντύνεται, κατεβαίνει κάτω, δεν βλέπει κανέναν.
Οπότε βάζει μια φωνή:
– Εεεε! Εσύ που ήθελες σπρώξιμοοοο! Πού είσαιιιι;;
Κι ακούγεται μια φωνή:
– Εδωωωωώ!! Στις κούνιεεες!!
Με το ζόρι ανοίγει τα μάτια και βλέπει ένα κουτί ασπιρίνες και ένα ποτήρι νερό στο κομοδίνο.
Ανακάθεται στο κρεββάτι και βλέπει τα ρούχα του μπροστά του, καθαρά και σιδερωμένα.
Όλο το δωμάτιο τακτοποιημένο και πεντακάθαρο.
Παίνει μια ασπιρίνη, πίνει νερό και βλέπει ένα σημείωμα:
‘Αγάπη μου, το πρωινό είναι ζεστό στον φούρνο, έφυγα νωρίς για ψώνια, Φιλάκια, Σε Αγαπώ γλυκέ μου’
Κατεβαίνει στην κουζίνα, βρίσκει ένα ζεστό υπέροχο πρωινό, την πρωινή εφημερίδα και τον 12χρονο γιο του στο τραπέζι.
-Γιε μου, μήπως συνέβη κάτι χτες βράδυ;
-Λοιπόν πατέρα, ήρθες σπίτι κατά τις 4 το πρωί τύφλα στο μεθύσι, ξέρασες στο σαλόνι, έσπασες κάποια πράγματα, έπεσες από την σκάλα και μαύρισες το μάτι σου…
-Ωχ, και πως είναι όλα τόσο τακτοποιημένα; και το πρωινό να είναι έτοιμο για μένα;
-Να, όταν η μαμά σε έσυρε στο κρεββάτι και σου έβγαλε το παντελόνι για να ξαπλώσεις, εσύ είπες:
‘Κυρία μου άφήστε με ήσυχο! είμαι παντρεμένος’
__________________________________________________
Ένας θαμώνας καθώς ο Λάμπης τραγουδούσε χειροκροτούσε και φώναζε με μανία ‘Μπάμπης! Μπάμπης!’
Οπότε κάποια στιγμή σταματάει ο Λιβιεράτος και του λέει:
– Λάμπης, φίλε μου, Λάμπης!
Και ο θαμώνας:
– Κι εσύ λάμπεις, Μπάμπη μου!
– Είσαι πολύ άσχημη!
– Και εσύ είσαι μεθυσμένος! του απαντάει η σερβιτόρα.
– Ναι, αλλά εγώ αύριο θα είμαι καλά!
– Pε φίλε τι είναι εκεί πέρα; η λάμπα ή το φεγγάρι;
– Δεν ξέρω, δεν είμαι από εδώ…