Ένα ζευγάρι έχει δυο δίδυμα παιδιά, από τα οποία το ένα είναι κωφάλαλο. Μετά από συνεχείς επισκέψεις στους πιο διάσημους γιατρούς, η μάνα δέχεται τη μοίρα τους.
Ο πατέρας, όμως, πέφτει σε βαθιά μελαγχολία. Φεύγει από το σπίτι και αρχίζει να γυρνάει ρακένδυτος. Η γυναίκα του με τη βοήθεια ενός συναδέλφου του, τον βρίσκει μετά από μήνες κάτω από μια γέφυρα.
– Ρε Κώστα, τι πράματα είναι αυτά που κάνεις; του λέει ο συνάδελφός του.
– Τι να κάνω, ρε Τάκη; Το παιδί μου θα μείνει μουγκό και κουφό για όλη του τη ζωή. Με τι κουράγιο να ζήσω;.
– Σώπα, ρε! Εγώ ξέρω μια τσιγγάνα, που τα γιατρεύει όλα. Ο Κώστας παίρνει κουράγιο, μαζεύει όλες του τις οικονομίες και πάει να βρει την τσιγγάνα. Αυτή του λέει :
– Θα ανέβεις στο βουνό, θα μαζέψεις τσάι και θα το δώσεις καυτό στο παιδί την πιο κρύα νύχτα του χειμώνα. Μετά θα το βουτήξεις 3 φορές στην παγωμένη θάλασσα. Μπορεί να πονέσει, αλλά η γλώσσα του θα πηγαίνει ροδάνι!.
Ο Κώστας κάνει ό, τι του είπε η τσιγγάνα. Το πιο κρύο βράδυ του χειμώνα βράζει το τσάι και το δίνει στο παιδί. Μετά, ενώ εκείνο ουρλιάζει από τους πόνους, το παίρνει, το βάζει στο αμάξι και το πηγαίνει στη θάλασσα. Το βουτάει μια, το βουτάει δυο, το βουτάει τρεις οπότε λέει το παιδί :
– Μπαμπά είσαι μ@λ@κ@ς!!!
Εκπληκτος, παίρνει το παιδί, το τυλίγει σε μια κουβέρτα, το βάζει πάλι στο αμάξι και ξεκινά για το σπίτι. Μόλις φτάνει, βλέπει τη γυναίκα του στην πόρτα να τον κοιτά με ειρωνικό ύφος :
– Τι έγινε; τον ρωτά.
– Γυναίκα, δε θα το πιστέψεις! Το παιδί μίλησε! Με είπε μ@λ@κ@!
– Καλά σου είπε ηλίθιε, αφού πήρες το άλλο μας παιδί!
Λεφτά υπάρχουν