Η Αντριάνα, μια πολύ θρησκευόμενη νέα γυναίκα έτρεξε με αγωνία στον εξομολόγο της.
-Αστα, πάτερ, αμάρτησα βαριά η ηλίθια. Δεν μπορώ να ησυχάσω από τις τύψεις μου.
-Τι έκανες Ανδριάνα; Εσύ πάντα είσαι άμεμπτη.
-Να στο λεωφορείο… είμασταν σαν σαρδέλες όλοι όρθιοι και κρατιόμασταν από τις χειρολαβές. Κάποιος με έσπρωχνε και μου κόλλησε πίσω μου. Μου τριβόταν πρόστυχα και μου άρεσε, δεν διαμαρτυρήθηκα. Έβαλα το χέρι μου και τον … έπιασα.
Αμέσως όμως συνήλθα και έσπευσα να κατεβώ από το λεωφορείο.
– Με ποιο χέρι το έκανες, Ανδριάνα, δώστο μου να το φυσήξω να διώξω το διάβολο από πάνω του και να το σταυρώσω να καθαρθεί. Για να σωθείς όμως πρέπει κάθε πρωί να πηγαίνεις στο ποτάμι, να το κτυπάς 40 φορές στο νερό, να κάνεις το σταυρό σου κι έπειτα από 40 ημέρες να έλθεις να σε κοινωνήσω με αγιασμό…
Η Αντριάνα ακολούθησε τη συμβουλή του πνευματικού της κι έκανε ό,τι της είπε. Έπειτα από 10 μέρες είδε τη Βασίλω πιο πάνω να κτυπά και με τα δυο της χέρια στο νερό. Γύρισε και τη ρώτησε:
-Και σένα ο πάτερ Δ. σε έστειλε εδώ; Εμ, με τις κουταμάρες που κάνουμε εμείς οι γυναίκες, καλά να μας κάνει…
– Ναι καλά, τίποτα δεν κάναμε μπροστά στην Ασήμω. Την βλέπεις πιο κάτω …… από το πρωί κάνει γαργάρες !!!!!