Ο γιος μιας εταίρας πέταγε πέτρες σε περαστικούς. Ο Διογένης του είπε:«Πρόσεχε μήπως ανάμεσα στους άλλους χτυπήσεις και τον πατέρα σου, που δεν γνωρίζεις».
Ο Μ. Αλέξανδρος έστειλε στον Φωκίωνα 100 τάλαντα. Ο Αθηναίος πολιτικός ρώτησε τους ανθρώπους που του έφεραν το μεγάλο αυτό ποσό:«Γιατί ο Αλέξανδρος διάλεξε εμένα απ’ όλους τους Αθηναίους για να μου χαρίσει 100 τάλαντα;».Οι απεσταλμένοι απάντησαν:«Διότι μόνο εσένα θεωρεί έντιμο άνθρωπο».Ο Φωκίων αρνήθηκε να δεχθεί το δώρο λέγοντας:«Ας μ’ αφήσει λοιπόν να συνεχίσω να είμαι έντιμος».
Κάποτε ο Διογένης φώναζε:«Ελάτε εδώ άνθρωποι!».Και όταν μαζεύτηκαν πολλοί, τους κυνήγησε με το μπαστούνι του λέγοντας:«Ανθρώπους κάλεσα, όχι καθάρματα!».
Ρωτούσαν τον Διονύσιο τον νεότερο πώς ο πατέρας του, αν και απλός πολίτης μπόρεσε να καταλάβει την εξουσία και γιατί ο ίδιος, αν και γιος τυράννου την έχασε. Ο Διονύσιος έδωσε την απάντηση:«Ο πατέρας μου έκανε την προσπάθειά του, όταν η δημοκρατία προκαλούσε μίσος, ενώ εγώ αγωνιζόμουν, όταν η τυραννίδα κινούσε φθόνο».
Ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος ο πρεσβύτερος τοποθέτησε σε ανώτερη θέση έναν κακοήθη άνθρωπο και πολύ αντιπαθή στο λαό. Όταν τον ρώτησαν, γιατί έκανε κάτι τέτοιο, απάντησε:«Θέλω να υπάρχει κάποιος που να τον μισούν περισσότερο απ’ όσο εμένα».