Το μπαράκι είναι τίγκα Σάββατο βράδυ.
Καθισμένος σε ένα από τα τραπέζια, ένας ντροπαλός νεαρός πίνει το ένα ουίσκι πάνω στ’ άλλο για να πάρει θάρρος και ψάχνει με το λιγούρικο περισκοπικό του μάτι για τίποτα καλό και μόνο του.
Πραγματικά μετά από λίγο, νάσου η δίμετρη γυναικάρα, πλησιάζει με αργό λικνιζόμενο βήμα στο μπαρ και κάθεται αισθησιακά σε ένα σκαμνί αποκαλύπτοντας δυο θεσπέσια ατέλειωτα πόδια.
Ο νεαρός κατεβάσει άλλο ένα ουίσκι και μαζεύοντας όλο του το θάρρος σηκώνεται, την πλησιάζει και της λέει χαμηλόφωνα με ένα αμήχανο χαμόγελο:
– Θα σας πείραζε να συζητούσαμε λιγάκι;
– ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΚΑΤΣΩ ΝΑ ΜΕ ΠΗΔ*Ξ**Σ!, του απαντάει ξαφνικά αυτή, με όση δύναμη είχε η φωνή της.
Όλοι μέσα στο μπαρ, γύρισαν και κοίταξαν προς το μέρος τους με ειρωνικά χαμόγελα, ενώ ακούστηκε ένα γενικότερο σούσουρο. Ο νεαρός ήτανε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί.
Μάζεψε τα βρεγμένα του, έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια και γύρισε και λούφαξε αμίλητος στη θέση του. Μετά από λίγα λεπτά τον πλησιάζει η κοπέλα και του λέει χαμογελαστά:
– Με συγχωρείς που προηγουμένως φέρθηκα έτσι. Είμαι φοιτήτρια της ψυχολογίας και κάνω ένα πείραμα για να παρατηρήσω πώς συμπεριφέρεται κανείς όταν βρεθεί σε δύσκολη και ενοχλητική θέση.
Ο νεαρός σηκώνει το κεφάλι του, τη κοιτάει και της λέει με όλη τη δύναμη της φωνής του:
– ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ ΟΤΙ ΘΕΛΕΙΣ 1.000 € ???