Ο Γιαννάκης επιστρέφει από το σχολείο με το αριστερό μάτι μαυρισμένο.
– Τι έπαθες παιδί μου; τον ρωτάει ανήσυχος ο πατέρας του.
– Να μπαμπά, σήμερα πήγαμε στην εκκλησία. Η δασκάλα μου στεκόταν ακριβώς μπροστά μου. Πρόσeξα πως η φούστα της είχε χωθεί στη σχισμή του πισινού της. Έπιασα τη φούστα και την τράβηξα, αλλά η δασκάλα μου έριξε φάπα!
– Αγόρι μου, δεν κάνουν τέτοια πράγματα στις γυναίκες. Μην το ξανακάνεις.
Την επόμενη Παρασκευή, ο Γιαννάκης επιστρέφει με το δεξί μάτι μελανιασμένο.
– Τι έγινε Γιαννάκη; του λέει ο πατέρας του επιτιμητικά. Νόμιζα πως σου εξήγησα τι δεν πρέπει να κάνεις.
– Μα μπαμπά, δεν έφταιγα εγώ! Σήμερα πήγαμε στην εκκλησία. Η δασκάλα μου στεκόταν ακριβώς μπροστά μου. Πρόσeξα πως η φούστα της είχε χωθεί στη σχισμή του πισινού της. Τότε ο Κωστάκης που στεκόταν δίπλα μου, έπιασε την φούστα της και την τράβηξε.
Εγώ, αφού ήξερα πως αυτό την ενοχλεί, την ξαναέχωσα μέσα…