Ήταν κάποτε τρεις νταλικέρηδες και συζητούσαν για τα ταξίδια τους.
Ο πρώτος με μώλωπες, ο δεύτερος “τρελαμένος” και ο τρίτος με γύψους.
Ο πρώτος λοιπόν,λέει για τη συμφορά που έπαθε όταν γύρισε σπίτι.
– Αφήστε ρε παιδιά, ακούστε τι έπαθα.
– Τι έπαθες, ρε Κώστα;
– Μόλις γύρισα από το ταξίδι είχα μια όρεξη να…, βλέπω τη γυναίκα μου γυμνή, τη βάζω κάτω και καταλαβαίνετε…
Αφού τελειώσαμε κάνω τη βλακεία και αφήνω 50 ευρώ στο κομοδίνο από συνήθεια. Τα βλέπει και με πλακώνει στο ξύλο.
– Σιγά τι έπαθες, εγώ να δεις τι έπαθα, λέει ο δεύτερος.
– Για λέγε.
– Γυρνάω και εγώ απ’ το ταξίδι βλέπω τη γυναίκα μου, τη βάζω κάτω …κλπ…κλπ. Κάνω όμως και εγώ τη βλακεία και αφήνω 50 ευρώ στο κομοδίνο. Τα βλέπει η γυναίκα μου και τι κάνει;
– Τι κάνει;
– Μου γυρίζει 10 ευρώ ρέστα.
– Τι είναι αυτά,λέει ο τρίτος ; Αυτά δεν είναι τίποτα!!!
Εγώ γυρνώντας από το ταξίδι βάζω τη γυναίκα μου κάτω …κτλ…κτλ. Αφήνω και ‘γώ 50 ευρώ μα ξαφνικά χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού, φωνάζει η γυναίκα μου “ΩΧ! Ο άντρας μου”… και ΕΓΩ ο βλάκας, πηδάω από το παράθυρο..!!!!!