Δύο αλλοδαποί φίλοι, που είχαν χαθεί για πολύ καιρό μετά από τότε που ήρθαν στην Ελλάδα συναντιούνται τυχαία σε κεντρικό δρόμο της Αθήνας.
Ο πρώτος ντυμένος εντελώς διαφορετικά, κατεβαίνει από ένα αυτοκίνητο.
Ο δεύτερος, κακομοίρης, κρατώντας στα χέρια ένα πακέτο κάλτσες που προσπαθούσε να πουλήσει, λέει στον φίλο του:
– Βλέπω καλοπερνάς! Τί δουλεία κάνεις και τα οικονομάς;
– Ζητιανεύω στο δρόμο.
– Και βγάζεις τόσα πολλά;
– Ναι σου λέω, δοκίμασε το και εσύ και θα δει.
– Μετά από κάνα δυο μέρες ο ταλαίπωρος, ξαναβλέπει τον πλούσιο φίλο του.
– Με κορόιδεψες, δύο μέρες ζητιανεύω στο δρόμο και μάζεψα μόνο 3 ευρώ και ας είχα γράψει στην επιγραφή που κρατούσα ότι η γυναίκα μου είναι άρρωστη και ότι τα τρία μου παιδιά πεινάνε.
– Κοίτα εγώ τι μάζεψα μέσα σε δύο μέρες;
Και του ανοίγει μια τσάντα γεμάτη δεκάευρα.
– Δεν είναι δυνατόν, τι έγραφες στην επιγραφή;
– Μου λείπουν μόνο 10 ευρώ για να επιστρέψω στην πατρίδα μου.