Πάει ένας σφίχτης σε ένα σουβλατζίδικο και με ύφος Κόναν ο Βάρβαρος παραγγέλνει 2 πιτόγυρα με απ’όλα και έξτρα καυτερό πιπέρι. Τα παίρνει, πάει στο κοντινό πάρκο, κάθεται σε ένα παγκάκι κ με μία αποφασιστική και μάτσο κίνηση ξετυλίγει το πρώτο και κόβει μία δαγκωνιά. Τον κόβει το πιπέρι, κοκκινίζει, ιδρώνει βγάζει ατμούς αλλά δεν μασάει και κόβει άλλη μία δαγκωνιά. τον πιάνουν τα κλάματα.
Περνάει την ώρα εκείνη ένας τύπος που άραζε στα παγκάκια
-Ρε φίλε, 2 μέτρα παιδί μπρατσαράς, γιατί κλαις ;
– «Πέθανε η μανούλα μου » του απαντάει ο σφίχτης για να μην δείξει ότι έχει κλάσει από το πιπέρι.
«Είπα να φάω λίγο αλλά δεν πάει μπουκιά κάτω. Θες το άλλο το πιτόγυρο να μην πάει χαμένο ;
Το ξετυλίγει με λιγούρα ο τύπος και κόβει μια δαγκωνιά το μισό σουβλάκι. Και δώστου τα κλάματα ποτάμι όπως ήταν λογικό.
Και του λέει ο σφίχτης:
– Καλά ρε φίλε η δική μου η μάνα πέθανε εσύ γιατί κλαις;;;
– Κλαίω επειδή πέθανε η μάνα σου και δεν έχω τι να σου γαμήσω τώρα !