Γεροντοκόρη δασκάλα σε ανέκδοτο: Η δασκάλα είναι μια 50χρονη γεροντοκόρη, συντηρητική, που απεχθάνεται τα υποκοριστικά στα βαφτιστικά ονόματα
Κάποια στιγμή ρωτά τα ονόματα των παιδιών.
– Πώς σε λένε αγοράκι; ρωτά ένα από τα παιδιά της τάξης.
– Μάικλ, κυρία, απαντά ο μικρός.
Η δασκάλα ταράζεται και φωνάζει:
– Μάικλ;;;
– Ο παπάς σε βάφτισε Μιχαήλ! Τ’ ακούς;
Το παιδί στραβοκαταπίνει, ενώ η δασκάλα ρωτάει ένα άλλο αγόρι.
– Εσύ, πώς λέγεσαι;
– Γαβρίλος, κυρία.
Η δασκάλα κοκκινίζει και φωνάζει δυνατά:
– Τι θα πει Γαβρίλος; Ο παπάς σε βάφτισε Γαβριήλ!
Πιάνει λοιπόν, και ένα τρίτο αγόρι.
– Εσένα, πώς σε λένε;
Το παιδί φοβισμένο απαντά.
– Εμένα, κυρία, με λένε Πετρουήλ!
ΠΙΟ ΚΑΤΩ, ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ! ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΑ…
Γεροντοκόρη δασκάλα σε ανέκδοτο: Τον ήπιαν την πρώτη μέρα σχολείου
Γιατρός σε τρομακτικό ανέκδοτο: Η σύζυγος παίρνει το αυτοκίνητο να πάει στην πόλη για να κάνει τα ψώνια της
Μετά απο λίγο χτυπάει το τηλέφωνο και το πιάνει ο άντρας της. Είναι ένας γιατρός
απο το νοσοκομείο και του λέει ότι η γυναίκα του είχε ένα τρομερό ατύχημα.
– “Έχω καλά και κακά νέα” του λέει ο γιατρός.
– “Ποια είναι τα κακά νέα;” λέει ο άντρας.
– “Λοιπόν, η γυναίκα σου δεν θα ξαναπερπατήσει ποτέ στην ζωή της, θα πρέπει να
την ταΐζεις, δεν έχει έλεγχο στις σωματικές της λειτουργίες, πιθανώς να σου
κοστίσει όσα λεφτά έχεις και όσα πρόκειται να βγάλεις για όλη σου την ζωή
για να την φροντίζεις..”
Ο άντρας της -φανερά χεσμένος και τρομοκρατημένος- “Θεέ μου!!!.. και τα καλά
νέα ποια είναι;”
Και λέει ο γιατρός: “Απλά αστειεύομαι! Είναι ήδη νεκρή..”
Όχι και τόσο έξυπνοι: Ήταν μια μέρα δυο πατεράδες και τσακωνόντουσαν ποιανού το παιδί ήταν πιο χαζό και κλάψαμε στα γέλια
Λέει ο πρώτος:
– “Ασε ο δικός μου γιος είναι πολύ χαζός.”
– “Τι λες τώρα;” λέει ο άλλος, “ο δικός μου είναι πιο χαζός, κοίταξε να δεις. Έλα δω γιόκα μου. Πάρε ένα ευρώ και πήγαινε πάρε μου ένα πιάνο. Τον είδες; Πάει.”
– “Που να δεις τον δικό μου” λέει ο άλλος, πρόσeξε “έλα εδώ γιόκα μου, πήγαινε στο καφενείο να δεις άμα είμαι εκεί. Τον είδες τον μαλάκα πάει!…”
Μετά από λίγη ώρα τα δύο παιδιά συναντιούνται στο δρόμο και λέει ο ένας:
– “Τι μ@λ…ς που είναι ο πατέρας μου, μου έδωσε ένα ευρώ να του αγοράσω πιάνο και δεν μου είπε τι μάρκα θέλει.”
– “Που να δεις ο δικός μου,” λέει ο άλλος “με έστειλε να δω άμα είναι στο καφενείο λες και δεν μπορούσε να πάρει τηλέφωνο!”