Υποψήφιος ιδεαλιστής γαμπρός σε ανέκδοτο: Μια κοπέλα φέρνει σπίτι το φίλο της να τον γνωρίσει στους γονείς της, μια που αποφάσισαν να παντρευτούν
– Ποια είναι λοιπόν τα σχέδιά σου; ρώτησε ο πατέρας της κοπέλας.
– Έχω πάρει υποτροφία για το Πανεπιστήμιο, απάντησε ο νεαρός.
– Υποτροφία… μμμμμ… Αξιοθαύμαστο, αλλά πως θα μπορέσεις να παράσχεις στην κόρη μου ένα σπίτι για να ζήσει όπως έχει συνηθίσει;
– Θα μελετήσω σκληρά κι έχει ο Θεός.
– Και τι θα κάνεις για να προσφέρεις στην κόρη μου το δαχτυλίδι αρραβώνων που της αξίζει;
– Θα αφοσιωθώ στις σπουδές μου κι έχει ο Θεός.
– Και παιδιά; Πως θα μπορέσεις να συντηρήσεις παιδιά;
– Μην ανησυχείτε κύριε, έχει ο Θεός.
Η όλη συζήτηση συνεχίστηκε έτσι και κάθε φορά που ο πατέρας της κοπέλας ρωτούσε κάτι, ο ιδεαλιστής γαμπρός επέμενε ότι έχει ο Θεός.
Αργότερα η μητέρα της κοπέλας ρώτησε τον άντρα της:
– Πως πήγε η κουβέντα σας;
– Δεν έχει δουλειά, δεν έχει σχέδια για το μέλλον αλλά τουλάχιστον πιστεύει ότι είμαι Θεός.
ΠΙΟ ΚΑΤΩ, ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ! ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΑ…
Υποψήφιος ιδεαλιστής γαμπρός σε ανέκδοτο: “Έχει ο Θεός”
Τσαχπινογαργαλάρια σύζυγος – Ανέκδοτο: Μπαίνει ο κερατάς σύζυγος στο σπίτι του και βρίσκει τη σύζυγο με τον υδραυλικό από πάνω
Τρέχει ο υδραυλικός θεόγυμνος να αποδράσει από το παραθυράκι του μπάνιου αλλά ήταν πολύ μικρό και ψηλό και σφήνωσε….
Μπαίνει ο σύζυγος στο μπάνιο και του λέει:
«Πουλάκι μου…. θα πληρώσεις με το ίδιο νόμισμα. Θα σε πηδ*ξω! Κάτσε να φέρω μια καρέκλα να σε φτάσω» Φέρνει την καρέκλα αλλά δεν τον έφτανε.
Ο άλλος σφηνωμένος τον παρακαλούσε:
«Σε παρακαλώ μην το κάνεις, η τιμή μου είναι ότι πολυτιμότερο έχω….»
Φέρνει μια πιο ψηλή καρέκλα ο σύζυγος αλλά πάλι δεν τον έφτανε…
Ο άλλος συνέχισε να παρακαλάει:
«Σε παρακαλώ μην το κάνεις… καλύτερα να πεθάνω!»
Φέρνει και μια σκάλα ο σύζυγός αλλά έβρισκε το κεφάλι του το ταβάνι και πάλι δεν μπορούσε…
«Τελικά δε θα σε πηδ*ξω. Θα σε σκοτώσω!» λέει ο σύζυγος και πάει να φέρει το όπλο…
Οπότε του φωνάζει ο υδραυλικός:
«Περίμενε ρε φιλαράκι, κάνε μια τελευταία προσπάθεια!»
Κωστάκης σε τράτζικ ανέκδοτο: Ο μικρός Κωστάκης παίζει στο δωμάτιό του και ο πατέρας του μπαίνει και του ανακοινώνει ότι ο μπαμπάς κι η μαμά χωρίζουν
– Γιατί, μπαμπά; ρωτάει, μπερδεμένος, ο Κωστάκης.
– Ε, να, η μαμά κι εγώ δεν αγαπιόμαστε πια, εξηγεί ο πατέρας.
– Τι εννοείς ακριβώς; ξαναρωτάει ο Κωστάκης.
– Ασε με να σου δώσω ένα παράδειγμα, για να καταλάβεις. Όταν γυρίζω απ τη δουλειά, η μαμά δεν αισθάνεται αυτή τη γλυκιά έξαψη και αναστάτωση, που έρχεται ο άντρας της στο σπίτι, ούτε έρχεται να με υποδεχτεί στην εξώπορτα.
– Μα, μπαμπά, εγώ βλέπω τη μαμά σε έξαψη, τελείως αναστατωμένη, καμιά φορά, όταν γυρίζεις στο σπίτι. Αρα πρέπει να σε αγαπάει ακόμη.
– Πότε δηλαδή; απόρησε ο πατέρας.
– Να, είναι κάτι φορές, που η μαμά κοιμάται ακόμη, με το γείτονα στο κρεβάτι κι όταν ακούει το αυτοκίνητο, που παρκάρεις στο γκαράζ, βάζει τις φωνές έξαλλη: «Ήρθε ο άντρας μου! Ήρθε ο άντρας μου!»