Ανεκδοτάρα με νταλικιέρη: Πάει ένας νταλικέρης σε έναν oίκo ανoxής, βγαίνει μια ψηλή ξανθιά υπερτουμπανιασμένη γkoμeνάρα
Τη ρωτάει:
– Για 50 ευρώ τι κάνεις;
– Για 50 ευρώ κάνω ότι θέλεις μωρό μου!
– Ωραία, ντύσου κι έλα έξω να ξεφορτώσεις το φορτηγό…
ΠΙΟ ΚΑΤΩ, ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ! ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΑ…
Ανεκδοτάρα με νταλικιέρη: Ο oίκoς ανoχής, η γαζέλα και το 50ευρω
Και επειδή ήταν σύντομο το προηγούμενο, πάμε άλλο ένα για να γελάσετε ακόμα περισσότερο!
Ανεκδοτάρα με ξανθιά χήρα: Απαρηγόρητη έκλαιγε συνέχεια και πήγαινε κάθε απόγευμα στο νεκροταφείο, ντυμένη με μαύρα κολλητά ρούχα, μίνι φούστα, δικτυωτό καλσόν, γόβες στιλέτο
Με αυτήν την αμφίεση ήταν αδύνατον να περάσει απαρατήρητη, και ειδικά από τον φύλακα, που την πρόσeξε από την πρώτη στιγμή…
Μία φορά λοιπόν την παρακολούθησε να δει τι θα κάνει μέσα στο νεκροταφείο.
Την είδε να ανάβει το καντήλι, να αλλάζει τα λουλούδια, να κλαίει πάνω από τον τάφο και στο τέλος να σηκώνει την φούστα, να κατεβάζει λίγο το εσώρουχο και το καλσόν, και να κάθεται πάνω στον τάφο αμίλητη.
Μετά από λίγο, να σηκώνεται σιγά σιγά και αφού τακτοποίησε τα ρούχα της βάδισε αργά προς την έξοδο, αφήνοντας τον φύλακα άφωνο. Έκανε το ίδιο κάθε μέρα, κάνοντας τον φύλακα να τρελαίνεται από απορία.
Μετά από δύο βδομάδες ο φύλακας δεν άντεξε και την πλησίασε όπως έβγαινε και της μίλησε:
– Συγνώμη κυρία, αλλά δεν μπορώ να μην σας ρωτήσω. Γιατί κάθε μέρα αφού φροντίσετε τον τάφο καθόσαστε πάνω του με γuμνά οπiσθια;
– Τι να σας πω, λέει η ξανθιά. Δεν είναι και εύκολο να εξηγήσεις τέτοια πράγματα, αλλά να, όσο ζούσε ο άνδρας μου, κάθε φορά που το κάναμε μου έλεγε: Κουκλάρα μου, ο κ…ος σου ανασταίνει και νεκρούς!
Παντρεύτηκε ένας στο χωριό, και μόλις πήγε τη γυναίκα του στο σπίτι, της είπε:
– Γυναίκα, ότι θέλεις κάνε, αλλά μακριά από το στάβλο με το μεγάλο μαύρο άλογο, γιατί είναι άγριο κι επικίνδυνο!
Ζήσανε 1-2 χρόνια καλά, ξεχάστηκε μια μέρα η φουκαριάρα η γυναίκα, μπήκε στο στάβλο, τρώει μια κλωτσιά από το άλογο, και έμεινε στον τόπο.
Έγινε η κηδεία, δεχόταν συλλυπητήρια ο σύζυγος, μόνο που ο παπάς του χωριού παρατήρησε ότι, κάθε φορά που τον πλησίαζε γυναίκα να τον συλλυπηθεί, κουνούσε ο σύζυγος το κεφάλι προς τα κάτω, και κάθε φορά που τον πλησίαζε άντρας το κουνούσε προς τα πάνω. Δεν είπε τίποτα βέβαια, τέτοιες ώρες, αλλά την περιέργεια την είχε.
Πέρασε λίγος καιρός, ξαναπαντρεύτηκε ο άνθρωπος, πάλι τα ίδια και με την καινούργια του γυναίκα, «πρόσεχε της είπε, μακριά απ’ το στάβλο με το μαύρο άλογο».
Και που το είπε, τί κατάφερε;
Ένα χρόνο μετά ξανάγινε το κακό! Μπήκε κι αυτή στο στάβλο, μια δυνατή κλωτσιά και πάλι το άλογο, πάει στα θυμαράκια κι ετούτη!
Καινούργια κηδεία, ξανά συλλυπητήρια, μα και πάλι ο παπάς πρόσeξε την ίδια περίεργη συμπεριφορά από τον χήρο, να κουνάει καταφατικά το κεφάλι στις γυναίκες που τον συλλυπούνταν και αρνητικά στους άντρες.
Δεν άντεξε και λίγο μετά, τον πήρε παραπέρα και τον ρώτησε. Τι να σου πω παπά μου, του απάντησε ο λυπημένος.
Με πλησίαζαν οι γυναίκες και μου έλεγαν «ζωή σε λόγου σου» κι εγώ έγνεφα «ευχαριστώ». Οι άντρες με ρώταγαν «το πουλάς το άλογο;» κι εγώ έγνεφα «όχι»!