Κερατάδες σε ανεκδοτάρα: Ήταν τρεις άντρες και είχαν δει και οι τρεις ενδείξεις πως οι γυναίκες τους ήταν άπιστες
Συμφώνησαν πως πρέπει να δράσουν αποφασιστικά και να τα μάθουν όλα.
Όταν βρίσκονται ξανά και οι τρεις την επόμενη μέρα λέει ο ένας:
– Εγώ, που λέτε, πηγαίνω σπίτι το βράδυ, ξαπλώνω στον καναπέ, ανοίγω την τηλεόραση και την ρωτάω: «Γυναίκα με απάτησες;»
– «Ποιος, εγώ άντρα μου; Θα έκανα ποτέ εγώ τέτοιο πράγμα; Φυσικά όχι αγάπη μου!»
Μετά από ένα χέρι ξύλο το παραδέχτηκε πως με απάτησε μία φορά με τον Νίκο…
Λέει ο δεύτερος άντρας:
– Και εγώ τα ίδια έκανα. Με δύο χαστουκάκια μου είπε:
–«Σε απάτησα μια φορά με τον Βασίλη…»
Λέει και ο τρίτος:
– Εγώ πηγαίνω χθες στο σπίτι, ξεντύνομαι, βάζω τις φόρμες, ανάβω το τσιγαράκι μου, βγαίνω στο μπαλκόνι, βλέπω την γειτόνισσα να απλώνει ρούχα και της φωνάζω:
«Μαρία είσαι π*τάνα!!!»
Και αρχίζει αυτή μετά:
– «Εγώ είμαι π*τάνα ή η γυναίκα σου που πηγαίνει με τον Κώστα, τον Μήτσο και τον Γιάννη…»
ΠΙΟ ΚΑΤΩ, ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ! ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΑ…
Κερατάδες σε ανεκδοτάρα: Οι 3 άπιστες σύζυγοι…
Κουμπάρος σε ανεκδοτάρα: Το παιδί που δεν μιλάει και οι προβλέψεις – Μία οικογένεια είχε ένα παιδί που δεν μιλάει ποτέ
Μια μέρα λοιπόν λέει το εξής στον πατέρα του:
Παιδί: 180787 σειρά 7.
Πατέρας: Ο γιός μου μίλησε!
Παιδί: 180787 σειρά 7.
Σκέφτεται ο πατέρας, τρέχει στο προποτζίδικο και παίρνει το λαχείο με αριθμό 180787 σειρα
7. Γίνεται η κλήρωση και το λαχείο κερδίζει τον πρώτο αριθμό…
Το παιδί ξαναμιλάει λέγοντας:
Παιδί: 1Χ2Χ1Χ1 2 1 2Χ22. Τρέχει πάλι ο πατέρας και συμπληρώνει ένα δελτίο ΠΡΟΠΟ.
Τελειώνει η αγωνιστική και το δελτίο είναι το μοναδικό 13αρι…
Τότε μιλάει και πάλι ο μικρός λέγοντας:
Παιδί: 23,1 ,43,1 2,1 9 και 5
Τρέχει παλι ο πατέρας και συμπληρώνει ένα Τζόκερ το οποίο κερδίζει μετα απο 7 συνεχόμενα τζακ πότ….
Κατενθουσιασμένος ο πατέρας τρέχει στο παιδί το οποίο λέει…
Παιδί: Το Σάββατο το βράδυ στις 11! Ο μπαμπάς θα πεθάνει…
Το ακούει ο άνθρωπος τρέχει κάνει τη διαθήκη του και χαιρετάει τους γνωστούς και τους φίλους.
Έρχεται το Σαββατόβραδο και στις 11 παρά 5 ο πατέρας ξαπλώνει στο κρεβάτι του πόνου
και αφού μιλάει για τελευταία φορά στη γυναίκα και το παιδί του κλείνει τα μάτια και περιμένει το μοιραίο…
Παει 11 και 5 ο πατέρας ανοίγει τα ματια και ευτυχισμένος λέει…
Πατέρας: ΖΩ! Κοίτα που το κωλοπαίδι είχε για πρὡτη φορα αδικο!
Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνει η γυναίκα του και ακούει φωνές και
κλάματα…
Συνομιλητής: Ελα κουμπάρα πάει ο κουμπάρος σου, πέθανε απόψε στις 11!
Ανεκδοτάρα με τον Νώντα: Κάποιος, κάπου, κάποτε είχε ένα θεματάκι: όπου κι αν πήγαινε, από τη δουλειά μέχρι το καφενείο, με ένα «καλώς τον κερατά» τον υποδέχονταν και με ένα «γεια σου, ρε τάρανδε» τον αποχαιρετούσαν
Μια, δυο, τρεις και χίλιες δεκατρείς, πήγε να πέσει σε κατάθλιψη ο άνθρωπος. Μέχρι που μια μέρα δεν άντεξε και τον έπνιξε το παράπονο μπροστά σε έναν παιδικό του φίλο που είχε έλθει να τον δει από το εξωτερικό.
—Τι έχεις, ρε Νώντα; Γιατί είσαι έτσι; Δεν μπορώ να σε βλέπω, μου μαύρισες την ψυχή.
—Τι να ‘χω, ρε Αρτέμη; Να, όπου πάω κι όπου σταθώ, κερατά με ανεβάζουνε, κερατά με κατεβάζουνε. Γελάει όλη η πόλη μαζί μου.
—Τι λες τώρα! Και εσύ τι κάνεις; Τους πιστεύεις;
—Τι να σου πω, ρε Αρτέμη. Πολλά λένε, πολλοί τα λένε, αλλά έχω τις αμφιβολίες μου. Δεν έχω κάτι χειροπιαστό για να πιστέψω.
—Κοίτα να δεις τι θα κάνουμε. Εμένα η γυναίκα σου δεν με ξέρει. Κανείς εδώ δεν με ξέρει παρά μόνο εσύ. Θα στηθώ έξω από το σπίτι σου την ώρα που φεύγεις, θα την παρακολουθήσω και θα δω πού θα πάει και τι θα κάνει. Μετά θα έλθω να σου πω. Αν είναι ένοχη, δεν μπορεί, μια, δυο, τρεις, κάπου θα την πιάσω.
—Αν το κάνεις αυτό για το φίλο σου, θα σου έχω μεγάλη υποχρέωση. Πράγματι, την άλλη μέρα το πρωί στήνεται ο φίλος έξω από το σπίτι του κολλητού του. Λίγη ώρα αργότερα, τον παίρνει στο τηλέφωνο.
—Έλα, έχω νέα. Πρέπει επειγόντως να σε δω.
—Καλά ή κακά; Πες μου, με τρώει η αγωνία.
—Έλα και θα σου πω. Ύστερα από λίγο συναντιούνται στο καφενείο.
—Λέγε, λέγε, δεν αντέχω.
—Τι να σου λέω; Περιβόλι η κυρία.
—Δηλαδή;
—Με το που βγαίνει από το σπίτι, την παίρνω στο κατόπι. Δυο στενά πιο κάτω, την περιμένει ένα αμάξι. Μέσα είναι δύο τύποι. Μπαίνει μέσα και φεύγουν.
—Και μετά και μετά;
—Από πίσω κι εγώ με το μηχανάκι. Δέκα λεπτά αργότερα, σταματούν σε ένα ξενοδοχείο. Ξέρεις τι ξενοδοχείο. Απ’ αυτά τα «πονηρά».
—Και μετά και μετά;
—Μετά ανεβαίνουν και οι τρεις πάνω. Ορμάω κι εγώ, χαρτζιλικώνω το ρεσεψιονίστ και μου δίνει το διπλανό δωμάτιο.
—Και μετά και μετά;
—Στην αρχή δεν ακούω τίποτα. Λίγο μετά, ακούω κάτι λαχανιάσματα και μετά κάτι βογκητά. Δίνω μία, πηδάω από το μπαλκόνι μου στο δικό τους και κρυφοκοιτάω πίσω από τις κουρτίνες. Και τι να δω, ρε Νώντα;
—Τι είδες; Πες μου, τρελαίνομαι!
—Η δικιά σου, γυμνή πάνω στο κρεβάτι. Ο ένας ξαπλωμένος δίπλα της και ο άλλος όρθιος αρχίζει να γδύνεται, εμφανώς ξαναμμένος.
—Και μετά και μετά;
—Τι και μετά και μετά; Με το που γδύνεται ο δεύτερος και ξαπλώνει κι αυτός, ο άλλος κάνει μια με το χέρι του και σβήνει το φως. Πίσσα το σκοτάδι, όσο και να προσπάθησα, ρε Νώντα, δεν μπόρεσα να δω κάτι παραπάνω.
—Ααααχ, είδες τι σου έλεγα, ρε Αρτέμη; Αυτές οι ρημάδες οι αμφιβολίες είναι που θα με φάνε…