—
Δυο γηραιές κυρίες, που δεν μπορούν να δουν πέρα απ τη μύτη τους, είναι σε ένα αυτοκίνητο και πάνε βόλτα.
– Φτάνουν σε μια διασταύρωση, το φανάρι είναι κόκκινο, αλλά περνάνε χωρίς να σταματήσουν καθόλου.
– Η γριά που κάθεται στη θέση του συνοδηγού σκέφτεται:
– «Μου φαίνεται ότι τα χάνω.
– Είχα την εντύπωση ότι το φανάρι ήταν κόκκινο»
– Στην επόμενη διασταύρωση, πάλι κόκκινο το φανάρι, πάλι περνάνε χωρίς να σταματήσουνε, πάλι είχε τις αμφιβολίες της η γριά, που καθότανε στη θέση του συνοδηγού, αλλά δεν είπε ούτε αυτή τη φορά τίποτα.
– Όταν όμως περάσανε και το τρίτο φανάρι με κόκκινο, λέει στην άλλη γριά, που οδηγούσε:
– Αγλαΐα!
– Ξέρεις ότι περάσαμε τρία φανάρια, το ένα μετά το άλλο, με κόκκινο;
– Έτσι όπως πας θα μας σκοτώσεις!
– Και η Αγλαΐα απαντάει:
– Πώς;… – Εγώ οδηγώ;