σε

Aνέκδοτο με τη γυναίκα του Γιάννη: Θεέ και κύριε

Aνέκδοτο με τη γυναίκα του Γιάννη: Θεέ και κύριε

Aνέκδοτο με τη γυναίκα του Γιάννη: Η γυναίκα του Γιάννη προσκάλεσε μερικούς φίλους για φαγητό στο σπίτι, αλλά έπρεπε να γίνει μια μικρή “τελετή”

Πριν αρχίσουμε να τρώμε, είπε στη μικρή τους κόρη να πει την προσευχή.

– Δεν ξέρω τι να πω, είπε η μικρή.

– Γιατί δεν επαναλαμβάνεις αυτά που έχεις ακούσει να λέει η μαμά, επέμεινε η σύζυγος.

Η μικρή έσκυψε το κεφάλι της με κατάνυξη και είπε:

– Θεέ και Κύριε, γιατί στην ευχή προσκάλεσα τόσους ανθρώπους για φαΐ απόψε;

ΠΙΟ ΚΑΤΩ, ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ! ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΑ…

Aνέκδοτο με τη γυναίκα του Γιάννη: Θεέ και κύριεAνέκδοτο με τη γυναίκα του Γιάννη: Θεέ και κύριε

Πάρε και ένα μπόνους για να γελάσει το χειλάκι σου ακόμα περισσότερο!

Ενα πρωί η σύζυγος λέει στον άντρα της:

-Άντρα μου, θα πάω στο βουνό για ραδίκια.

-Πήγαινε γυναίκα, της απαντά.

Βράδιασε και η γυναίκα ακόμα να φανεί.

Ο άντρας ανήσυχος πάει στην αστυνομία.

-Κύριε αστυνόμε θέλω να δηλώσω την εξαφάνιση της γυναίκας μου.

-Εντάξει, πήγαινε εσύ σπίτι και θα πάμε να τη ψάξουμε.

Το πρωί η αστυνομία πάει στο σπίτι και λέει ότι δεν την βρήκανε.

Περνά και η δεύτερη μέρα και πλέον ο σύζυγος ανησυχεί πολύ.

Έρχεται το βράδυ όπου ξαφνικά η γυναίκα του εμφανίζεται.

– Πού είσαι γυναίκα μου και ανησύχησα, τι σου συνέβη;

– Άσε, άντρα μου τι να σου πω. Εκεί που μάζευα ραδίκια, με βρίσκει ένας νεαρός τσοπάνης, με αρπάζει και με πάει σε ένα καλύβι και τι να σου λέω τρεις μέρες δεν φαντάζεσαι πώς πέρασα…

– Γιατί τρεις μέρες; Αφού δύο έλειπες.

– Ε… γιατί αύριο πού νομίζεις ότι θα πάω;

Άντε και άλλο ένα…

Ανεκδοτάρα με κυνηγούς: Ήταν τέσσερις φίλοι που πήγαιναν για κυνήγι για πολλά χρόνια – Πολύ γέλιο

Φέτος, δύο μέρες πριν αναχωρήσουν, η γυναίκα του ενός, του Γιάννη, πατάει πόδι και του λέει ότι: «δεν θα πάς!»

Οι άλλοι τρεις θύμωσαν, απογοητεύτηκαν, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και τίποτα.

Σε δύο μέρες, που έφθασαν στον προορισμό τους, βλέπουν τον Γιάννη (!) να έχει στήσει σκηνή, είχε μαζέψει ξύλα και ανάψει φωτιά, και είχε έτοιμο και το φαγητό!

– Καλά ρε φίλε, του λέει ο Κώστας, πόση ώρα είσαι εδώ;

– Για να σας πω την αλήθεια, λέει ο Γιάννης, ήρθα χθες το βραδάκι.

– Και πως έγινε αυτό; του λένε.

– Να, χθες το απογευματάκι, καθόμουν στην πολυθρόνα και έβλεπα τηλεόραση, όταν ήρθε η γυναίκα μου από πίσω, μου κάλυψε τα μάτια με τα χέρια της και με ρώτησε:

– «Μάντεψε, ποιος είναι;»

Της τράβηξα τα χέρια και φορούσε ένα ολοκαίνουριο σέξι νεγκλιζέ!. Με τράβηξε στο υπνοδωμάτιο, το οποίο είχε στολίσει με ροδοπέταλα και είχε ανάψει κεριά! Στο κρεβάτι, είχε χειροπέδες και σχοινιά.

Μου είπε να την δέσω στο κρεβάτι, και όταν το έκανα μου είπε:

— Κάνε ότι γουστάρεις!

Να ‘μαι κι εγώ εδώ! Ήρθα!