σε

Ανέκδοτο με ξανθό: Η ξανθιά, ο θείος Τάσος και ο 4χρονός γιός

Ανέκδοτο με ξανθό: Η ξανθιά, ο θείος Τάσος και ο 4χρονός γιός

Ανέκδοτο με ξανθό: Ένας ξανθός γυρίζει λίγο πιο νωρίς στο σπίτι του από την δουλειά και ακούει μερικούς μυστήριους θορύβους από την κρεβατοκάμαρα

Ανεβαίνει τρέχοντας την σκάλα και βρίσκει την γυναίκα του γuμvή στο κρεβάτι, ιδρωμένη και λαχανιασμένη.

-Τι συμβαίνει, την ρωτάει.

-Μόλις έπαθα μια καρδιακή προσβολή, λέει εκείνη ξεψυχισμένα.

Κατεβαίνει και πάλι τρέχοντας τις σκάλες και πάει να τηλεφωνήσει σε ένα γιατρό.

Καθώς σχηματίζει τα νούμερα στο τηλέφωνο, ο 4χρονος γιος του έρχεται και του λέει:

-Μπαμπά, μπαμπά. Ο θείος Τάσος είναι μέσα στην ντουλάπα, κρυμμένος και δεν φοράει καθόλου ρούχα.

Ο τύπος έξαλος, βροντάει αγανακτισμένος το τηλέφωνο, ανεβαίνει πάνω και πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην ντουλάπα.

Προσπερνάει την γυναίκα του που τσιρίζει και ανοίγει διάπλατα την πόρτα της ντουλάπας.

Εκεί μέσα, φυσικά, βρίσκει τον αδελφό του, εντελώς γuμvό και κουλουριασμένο στην γωνιά της ντουλάπας.

– Καθίκι, του λέει, δεν ντρέπεσαι ρε; του λέει και συνεχίζει:

– Η γυναίκα μου έπαθε καρδιακή προσβολή και εσύ τρέχεις στο σπίτι ξεβpάκwτoς και τρομάζεις τα παιδιά;

ΠΙΟ ΚΑΤΩ, ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ! ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΑ…

Ανέκδοτο με ξανθό: Η ξανθιά, ο θείος Τάσος και ο 4χρονός γιός

Ανέκδοτο με προβληματισμένη ξανθιά: Ο άγνωστος νεαρός που χτυπάει το κουδούνι της και της κάνει μια “περίεργη” ερώτηση

Η προβληματισμένη ξανθιά, βρέθηκε με την φίλη της για καφέ και εξιστορεί ότι της έχει συμβεί την τελευταία εβδομάδα με έναν άγνωστο νεαρό.

«Δεν καταλαβαίνω» λέει «πριν μια βδομάδα ήρθε ένας νεαρός και μου χτύπησε την πόρτα. Όταν του άνοιξα, με ρώτησε αν είναι ο άντρας μου σπίτι, κι όταν του είπα πως δεν είναι, με πέταξε στο πάτωμα και μου έβγαλε τα μάτια.

Μετά από δυο μέρες ξανάρθε, με ξαναρώτησε αν είναι ο άντρας μου σπίτι κι όταν του είπα όχι, με ξαναπέταξε στο πάτωμα και με ξεχαρβάλωσε κυριολεκτικά για μια ώρα.

Σήμερα το πρωί ξανάρθε, με ρώτησε πάλι αν είναι ο άντρας μου σπίτι κι όταν του είπα πως δεν είναι, με ξαναπέταξε στο πάτωμα και για μιάμιση ώρα με ξεζούμισε. Δεν μπορώ να καταλάβω!»

«Είναι απίστευτο!» λέει η φίλη της. «Αλλά τι είναι αυτό που δεν μπορείς να καταλάβεις;»

«Δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς θέλει τον άντρα μου!…»

Ανέκδοτο με πάμπλουτο επιχειρηματία που τα έχασε όλα: Κάποια στιγμή του τυχαίνει μια στραβή και χάνει τα πάντα…

Απελπισμένος, πηγαίνει σε μια γέφυρα με σκοπό να βάλει τέρμα στη ζωή του.

– Εκεί που είναι έτοιμος να πέσει στο κενό, τον αρπάζει ένα χέρι και τον τραβάει.

Εκνευρισμένος, κοιτάζει πίσω του και βλέπει ένα γέρο.

– Παιδί μου λέει ο γέρος.

– Τι είναι αυτό που πας να κάνεις; τρελάθηκες;

– Τι θες ρε γέρο; Παράτα μας.

– Παιδί μου, ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Ο Αϊ-Βασίλης. Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω!

– Ασε με ρε Αϊ-Βασίλη!

– Είχα λεφτά, είχα αμάξια, γκόμενες! Τώρα δεν έχω τίποτα.

– Και γι αυτό ανησυχείς;…του λέει ο Αϊ-Βασίλης.

– Αύριο, στις 10 το βράδυ, κάτω από αυτή τη γέφυρα θα σε περιμένει μια κόκκινη Ρολς-Ρόις, όλη δική σου.

Χαρά ο επιχειρηματίας:

– Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, να σε φιλήσω!

Ματς – μουτς, ξαναμελαγχολεί.

– Τι είναι τώρα; ρωτάει ο Αϊ – Βασίλης.

– Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, είχα αμάξι, αλλά είχα και γκoμενες! Πέντε πέντε τις έβγαζα.

– Γι αυτό ανησυχείς; Αύριο, μέσα στη Ρολς-Ρόις θα είναι και έξι γκoμενες, όλες δικές σου.

Τρελαίνετε ο επιχειρηματίας, αγκαλιές, φιλιά κλπ. μα ξαναμελαγχολεί.

– Τι έπαθες πάλι; ρωτάει ο Αϊ-Βασίλης.

– Αχ, Αϊ-Βασίλη μου. Είχα αμάξι, είχα γκoμενες, αλλά είχα και λεφτά. Τα πετούσα στο δρόμο, τα έδινα δεξιά κι αριστερά. Τώρα είμαι άφραγκος!

– Μην κάνεις έτσι, του λέει ο Αϊ-Βασίλης. Αύριο, μέσα στο αμάξι, η πιο ξανθιά από τις έξι γκoμενες θα κρατάει μια βαλίτσα με 2 εκατομμύρια ευρώ, όλα δικά σου!

Πετάει ο επιχειρηματίας!

– Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, πώς θα στο ξεπληρώσω!

– Να μου πάρεις μια π@π@.

Κόκαλο ο επιχειρηματίας.

– Εντάξει, Αϊ-Βασίλη μου, τόσα έκανες για μένα, είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω.
Φεύγουν μαζί, πηγαίνουν σε ένα μοτέλ, νοικιάζουν ένα δωμάτιο, μπαίνουν μέσα, τα κατεβάζει ο Αϊ-Βασίλης, ξεκινάει τη δουλειά του ο επιχειρηματίας.

Ενώ γίνεται ότι γίνεται, ρωτάει ο Αϊ-Βασίλης:

– Πώς σε λένε νεαρέ μου;

– Αλέξη απαντάει εκείνος και συνεχίζει.

– Και τι δουλειά είπαμε ότι κάνεις Αλέξη;

– Επιχειρηματίας και συνεχίζει.

Μετά από μια παύση ρωτάει ξανά ο Αϊ-Βασίλης:

– Πόσο χρονών είσαι Αλέξη;

– Τριάντα πέντε.

Και του λέει ο Αϊ-Βασίλης:

– Καλά, ρε Αλέξη, είσαι τριάντα πέντε χρονών και ακόμα πιστεύεις ότι υπάρχει Αϊ-Βασίλης;