σε

Ανέκδοτο με φρεσκοπαντρεμένους: Ο καυγάς

Ανέκδοτο με φρεσκοπαντρεμένους: Ο καυγάς

Ανέκδοτο με φρεσκοπαντρεμένους: Τρεις βδομάδες μετά το γάμο και μετά από έναν έντονο καυγά με τον σύζυγό της αυτή τηλεφωνεί στην πιο καλή της φίλη

-Χθες ο άντρας μου κι εγώ είχαμε έναν φοβερό καυγά.

-Καλμάρισε, καλμάρισε, τα πράματα δεν είναι ποτέ τόσο άσχημα όσο φαίνονται! Κάθε γάμος αργά ή γρήγορα έχει και τους καυγάδες του!

-Το ξέρω… αλλά, μού λες, τι θα κάνω με το πτώμα;

Ανέκδοτο με φρεσκοπαντρεμένους: Ο καυγάς

Ανεκδοτάρα με νεκροταφείο: Ένα ζευγάρι τσακώνονταν συνέχεια για τον παραμικρό λόγο και ο σύζυγος ήταν σε κακή κατάσταση

Μια φορά η γυναίκα λέει πάνω στον τσακωμό:

“Ρε άει στον διάολο!”

Ο σύζυγος το πήρε πολύ βαριά και αποφάσισε να πεθάνει, οπότε πήγε στο νεκροταφείο μπήκε σε ένα τάφο και σκεπάστηκε με την πλάκα.

Η γυναίκα τον έψαχνε από δω, τον έψαχνε από κει, τίποτα.

Περνάει κι από το νεκροταφείο και βλέπει τον φύλακα:

“Ε, κυρ-Γιάννη μήπως είδες τον άντρα μου;”

“Όχι κυρά μου” την λέει, αλλά της κλείνει το μάτι με νόημα: “θα το τακτοποιήσω, μην ανησυχείς”.

Ο φύλακας λοιπόν συνέλαβε σχέδιο πονηρόν:

Με το που νύχτωσε, άρχισε να χτυπάει όλους τους τάφους

ΤΟΚ ΤΟΚ και φώναζε: “Ε σηκωθείτε, όλοι, έχουμε δουλειά

Πάει και στον σύζυγο από πάνω και χτυπούσε:

“Εσύ σήκω έχουμε δουλειά είπα”

Τώρα ο τύπος μέσα στον τάφο λέει

“Μα είμαι πεθαμένος! Τι θέλει αυτός;”

Πάλι ο φύλακας να χτυπά την πλάκα από πάνω ΤΟΚ ΤΟΚ

“Εσύ σήκω είπα, όλοι δουλεύουν, τι κάθεσαι;”

Οπότε ο τύπος ανοίγει την πλάκα και του λέει ο φύλακας:

“Λοιπόν πάρε αυτό το καροτσάκι και μετάφερε εκείνα τα μπάζα με τους άλλους, να εκεί στην οικοδομή, όλοι μαζί”

Τι να κάνει; παίρνει ένα καροτσάκι και μετέφερε όλο το βράδυ τα χώματα.

Δεν έβλεπε και κανέναν άλλο, σου λέει εμείς οι πεθαμένοι δεν βλεπόμαστε! Πρόσεχε μην τον χτυπήσουν και τίποτα (αόρατα) καροτσάκια των άλλων.

Με το που άρχισε να ξημερώνει φωνάζει ο φύλακας:

“Εντάξει, τέλος, όλοι μέσα, αύριο πάλι”

Ο τύπος λοιπόν, λερωμένος, κουρασμένος κρύβεται να μην τον δουν και, μόλις βρίσκει ευκαιρία, φεύγει τρέχοντας.

Ο φύλακας (χαρούμενος για την επιτυχία) έκανε ότι δεν τον είδε.

Επιστρέφει λοιπόν ο τύπος σπίτι του και όπως γυρνούσε, βλέπει στην γειτονιά μια αγρυπνία για έναν πεθαμένο.

Μπαίνει μέσα, κόσμος πολύς και να κλαίει η γυναίκα του νεκρού λέγοντας:

“Ααααααχ αντρούλη μου, θα ξεκουραστείς τώρα και μένα μ’ άφησες, ααααααχ που όλο έσκαβες και κουραζόσουν”

Ο τύπος λοιπόν πάει στο αυτί του πεθαμένου και του λέει:

“Μεγάλε, όταν ρίξουν τα μπετά, την έβαψες.”