Ανέκδοτο με τη Νίκη: Η Νίκη συζητάει με την φίλη της Ελένη για τον τύπο που δουλεύει στο λογιστήριο και της ζήτησε ραντεβού
Νίκη: «Ελένη, δεν ξέρω τι θα κάνω» είπε η Νίκη στη φίλη της που δουλεύανε μαζί.
«Αυτός ο αρρενωπός άνδρας που δουλεύει στο λογιστήριο μου ζήτησε να βγούμε έξω αύριο, και δεν ξέρω τι απάντηση να του δώσω, τι λες να πάω;»
Ελένη: «Οοοοο, τέλεια» είπε η Ελένη «θα σε ταΐσει, θα σε ποτίσει καλό κρασί, θα σου πει μερικές ιστορίες και θα κάνει το παν να σε ανεβάσει στο διαμέρισμα του, εκεί θα σου ξεσκίσει το φόρεμα και θα σου κάνει τρελό έρωτα».
Νίκη: «Λοιπόν τι να κάνω;»
Ελένη: «Φόρεσε ένα παλιό φόρεμα»!
Ανέκδοτο με τη Νίκη: «Λοιπόν τι να κάνω;»
Ανέκδοτο με απορίες πιτσιρίκου: Ο μικρός γιος είναι γεμάτος απορίες, όποτε ένα απόγευμα ρωτάει τον πατέρα του
– Μπαμπά τι είναι αυτό που έχει η μαμά κάτω από τη φούστα της;
– Είναι ο Παράδεισος, γιε μου!
– Ωραία και τι είναι αυτό που έχεις μέσα από το παντελόνι σου;
– Το Κλειδί Του Παραδείσου!
– Αααααα… ε τότε να προσέχεις μπαμπά, γιατί ο γείτονας έχει αντικλείδι…!
Ανέκδοτο με τρεις φιλενάδες: Ήταν τρεις φίλες, η Αννα, η Βαρβάρα και η Γωγώ. Αυτές λοιπόν οι τρεις φίλες, πήγαιναν κάθε απόγευμα για καφέ
Ένα απόγευμα λοιπόν λέει η Αννα:
-Κορίτσια, δεν θα πιστέψετε τι μου συνέβη χθες. Ήρθε ο Ανδρέας αργά από την δουλειά του, κατασκοτωμένος από την κούραση και του λέω: Πήγαινε μωρό μου να κάνεις ένα κρύο μπάνιο κι έλα εδώ, να σε ξεκουράσω εγώ.
Kι έτσι έγινε. Mέχρι να βγει από το μπάνιο, εγώ είχα φορέσει ότι πιο πρόστυχο εσώρουχο είχα και τον περίμενα.
Μόλις βγήκε, του τραβάω την πετσέτα του, τα πιάνω και του λέω:
-Mωρό μου, τι κρύα αρ….. είναι αυτά που έχεις; Έλα εδώ να σου τα ζεστάνω εγώ.”
Kι έγινε κορίτσια της τρελής μέχρι το πρωί!
– “Θα το δοκιμάσω κι εγώ”, λέει η Βαρβάρα.
Την επόμενη μέρα λοιπόν, βρίσκονται πάλι οι τρεις φίλες και κατενθουσιασμένη η Βαρβάρα τους λέει:
– Αννα είχες απόλυτο δίκιο. Έκανα ακριβώς το ίδιο και είχε… φοβερά αποτελέσματα.
Tότε λέει η Γωγώ:
– Ε λοιπόν κορίτσια με πείσατε θα το δοκιμάσω κι εγώ!
Την επόμενη μέρα λοιπόν, θα ξαναβρίσκονταν οι τρεις φίλες.
Η Γωγώ όμως είχε περιέργως αργήσει.
Κάποια στιγμή, μετά από πάρα πολύ ώρα, έρχεται η Γωγώ, μαύρη από το ξύλο, γεμάτη μελανιές και γδαρσίματα.
– Τι έπαθες καλέ; τη ρωτάνε οι φίλες της.
– Να, εχθές όταν ήρθε ο Γιάννης από την δουλειά, πεθαμένος από την κούραση, του λέω:
– Πήγαινε μωρό μου να κάνεις ένα κρύο μπάνιο και έλα μετά εδώ σε εμένα να σε ξεκουράσω. Eν τo μεταξύ, φόρεσα ότι πιο πρόστυχο είχα στο σπίτι.
– Ε, ωραία και μετά τι έγινε;
– Μόλις βγήκε από το μπάνιο, πάω κοντά του, του τραβάω την πετσέτα και του λέω:
– Mωρό μου, γιατί έχεις ζεστά αρ…..; O Ανδρέας και ο Βασίλης τα είχαν κρύα!