Ανέκδοτο με βοσκό: Στους πρόποδες του Παρνασσού ένας βοσκός έβοσκε τα πρόβατα του. Ένα από αυτά ξεφεύγοντας από τον έλεγχο του τρέχει προς τον γκρεμό
Στην προσπάθεια του να το πιάσει βρίσκεται να αιωρείται στον γκρεμό. Πιασμένος από ένα κλαδί κάποιου μικρού θάμνου, ανήμπορος να κάνει κάτι άρχισε να καλεί βοήθεια φωνάζοντας:
– “Συμπατριώτες ακούει κανείς, ακούει κανείς.”
Κάποια στιγμή μετά από αρκετή ώρα και πολλές παρακλήσεις από το ανήμπορο βοσκό, ο ουρανός σκοτεινιάζει, γεμίζει με σύννεφα και μια επιβλητική φωνή ακούγεται να προτρέπει το βοσκό:
– “Ανθρωπε μου οι εκκλήσεις σου εισακούστηκαν πέεεσε είμαι ο Θεός και θα σε σώσω.”
Και ο βοσκός με ύφος σαστισμένο μα συνάμα και απογοητευμένο αποκρίνεται:
– “Αλλος ακούει;”
Ανέκδοτο με βοσκό: Άλλος ακούει;
Ανέκδοτο με τον Σάκη: Μπαίνει ο Σάκης, ο γκαραζέρης, στο ασανσέρ ενός δημόσιου κτιρίου και πατάει το κουμπί για τον τελευταίο όροφο
Στον τρίτο, το ασανσέρ σταματάει, η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μια θεσπέσια νεαρή γυναίκα.
Καθώς ο θάλαμος ανεβαίνει, η γυναίκα αρχίζει να χαϊδεύει το σώμα της και να κοιτάζει τον Σάκη με νόημα. Αυτός αρχίζει να αισθάνεται άβολα.
Η νεαρή ξεκουμπώνει το πουκάμισό της, το βγάζει και το πετάει στο δάπεδο. Βγάζει το σουτιέν της και το πετάει κι αυτό. Ο Σάκης αρχίζει να ιδρώνει.
Η γυναίκα τα βγάζει τελείως, ακουμπάει στον τοίχο και του λέει γεμάτη πάθος:
– Μωρό μου κάνε με να νιώσω γυναίκα!
Ο Σάκης, τότε, ξεκουμπώνει το πουκάμισό του, το βγάζει, το πετάει στο δάπεδο και της λέει με ύφος που δεν σηκώνει αντίρρηση:
– Πάρτο και σιδέρωσε το μωρή!