Ανέκδοτο στο μπαρ: Μια φορά σε ένα μπαρ καθόταν ένας αδύνατος κύριος και κοιτούσε με μανία το ποτό του
Σε μια στιγμή έρχεται ένας μεγαλόσωμος κύριος, του παίρνει το ποτό του και το πίνει μονορούφι τότε ο άλλος βάζει τα κλάματα. Ο μεγαλόσωμος κύριος του λέει:
– “Καλά ρε φίλε μην κάνεις έτσι, θα σου πάρω άλλο.”
– “Όχι, δεν φταις εσύ”, λέει ο αδύνατος κύριος.
– “Σήμερα είναι η πιο άσχημή μου μέρα. Το πρωί άργησα να σηκωθώ, έχασα ένα σημαντικό ραντεβού στη δουλειά και ο διευθυντής μου με απέλυσε. Βγαίνω έξω, μου έχουν κλέψει το αυτοκίνητο. Παίρνω ένα ταξί και ξεχνάω μέσα το πορτοφόλι μου. Γυρνάω σπίτι και βλέπω τη γυναίκα μου αγκαλιά με τον υδραυλικό. Και ενώ δεν έφταναν όλα αυτά, ενώ σκόπευα να βάλω ένα τέλος στη ζωή μου έρχεσαι κι εσύ και μου πίνεις το δηλητήριο!”
Ανέκδοτο στο μπαρ: Το δηλητήριο στο ποτό
Ανέκδοτο με οδηγό λεωφορείου: Ένας χίπης μπαίνει σε ένα λεωφορείο και κάθεται δίπλα σε μια νεαρή όμορφη καλόγρια
Ο χίπης τη βλέπει τρελαμένος από την ομορφιά της και τη ρωτάει αν θέλει να το κάνουν.
H καλόγρια αρνείται ευγενικά και κατεβαίνει στην επόμενη στάση.
Όταν το λεωφορείο ξεκινά, ο οδηγός λέει στον χίπη:
– Αν θέλεις μπορώ να σου πω έναν τρόπο για να κάνεις την καλόγρια να δεχτεί να το κάνετε.
Ο χίπης φυσικά δέχεται την πρόταση του οδηγού, οπότε εκείνος λέει:
– Κάθε Τρίτη τα μεσάνυχτα, η καλόγρια πηγαίνει στο νεκροταφείο και προσεύχεται στο Θεό.
Αν βάλεις ένα χιτώνα και μια μάσκα με λευκά γένια και μούσι, μπορείς να της πεις ότι είσαι ο Θεός και να την πείσεις να το κάνει μαζί σου.
Ο χίπης αποφασίζει να το κάνει, οπότε την επόμενη Τρίτη τα μεσάνυχτα, πηγαίνει στο νεκροταφείο με την κατάλληλη ενδυμασία και βλέπει την… “καλόγρια” να προσεύχεται δίπλα σε μια ταφόπλακα.
Πηγαίνει μπροστά της και της λέει:
– Είμαι ο Θεός και άκουσα τις προσευχές σου. Θα τις πραγματοποιήσω, αρκεί να το κάνουμε.
Η καλόγρια δέχεται, αλλά ζητάει μόνο από πίσω για να μη χάσει την παρθενιά της. Ο χίπης δέχεται και ετοιμάζεται για τη φάση.
Μόλις τελειώνουν, ο χίπης βγάζει τη μάσκα και της λέει:
– Χαχα! Είμαι ο χίπης!
Και η καλόγρια βγάζει κι εκείνη τη μάσκα της και του λέει:
– Χαχα! Είμαι ο οδηγός!