σε

Ανέκδοτο με ξανθιά χήρα: Το δικτυωτό καλσόν και οι γόβες στιλέτο

Ανέκδοτο με ξανθιά χήρα: Το δικτυωτό καλσόν και οι γόβες στιλέτο

Ανέκδοτο με ξανθιά χήρα: Απαρηγόρητη έκλαιγε συνέχεια και πήγαινε κάθε απόγευμα στο νεκροταφείο, ντυμένη πήγαινε με μαύρα κολλητά ρούχα, μίνι φούστα, δικτυωτό καλσόν, γόβες στιλέτο

Με αυτήν την αμφίεση ήταν αδύνατον να περάσει απαρατήρητη, και ειδικά από τον φύλακα, που την πρόσeξε από την πρώτη στιγμή…

Μία φορά λοιπόν την παρακολούθησε να δει τι θα κάνει μέσα στο νεκροταφείο.

Την είδε να ανάβει το καντήλι, να αλλάζει τα λουλούδια, να κλαίει πάνω από τον τάφο και στο τέλος να σηκώνει την φούστα, να κατεβάζει λίγο το εσώρουχο και το καλσόν, και να κάθεται πάνω στον τάφο αμίλητη.

Μετά από λίγο, να σηκώνεται σιγά σιγά και αφού τακτοποίησε τα ρούχα της βάδισε αργά προς την έξοδο, αφήνοντας τον φύλακα άφωνο. Έκανε το ίδιο κάθε μέρα, κάνοντας τον φύλακα να τρελαίνεται από απορία.

Μετά από δύο βδομάδες ο φύλακας δεν άντεξε και την πλησίασε όπως έβγαινε και της μίλησε:

– Συγνώμη κυρία, αλλά δεν μπορώ να μην σας ρωτήσω. Γιατί κάθε μέρα αφού φροντίσετε τον τάφο καθόσαστε πάνω του με γuμνά οπiσθια;

– Τι να σας πω, λέει η ξανθιά. Δεν είναι και εύκολο να εξηγήσεις τέτοια πράγματα, αλλά να, όσο ζούσε ο άνδρας μου, κάθε φορά που το κάναμε μου έλεγε: Κουκλάρα μου, ο κ…ος σου  ανασταίνει και νεκρούς!

Ανέκδοτο με ξανθιά χήρα: Το δικτυωτό καλσόν και οι γόβες στιλέτο

Πήγε ο βλάχος στην Αθήνα, άβγαλτος ως τότε από το χωριό. Επιστρέφοντας απ’ τη μεγάλη πόλη διηγείται στους φίλους του τις εμπειρίες του…

– Και πάω που λέτε σ’ ένα μεγάλο κτίριο με ωραία φώτα, καθρέφτες, πράματα….. και με βλέπει μία τσούπρα και με ρωτάει:

«Μανικιούρ;»,

«Μανικιούρ» λέω κι εγώ, μη νομίζει κιόλας ότι είμαι κανένας βλάχος… Kαι με βουτάει ρε παιδιά και μου πιάνει τα χέρια από δω, από κει, μου βάζει κρέμες, πράματα, λίμες, κοιτάτε ρε τι ωραία που μου τα ‘κανε τα νύχια

-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;

-Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. Δεν κοτάω να πάω παρακεί και έρχεται μια άλλη και μου λέει «πεντικιούρ;».

Πεντικιούρ λέω κι εγώ. Και με βουτάει, και μου τρίβει τα πόδια με λίμες, με πράματα, και κοίτα πώς μου τα ‘κανε.

-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;

– Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. Αλλά δεν κοτάω να πάω παρακεί και έρχεται μια άλλη και μου λέει «περμανάντ;».

Περμανάντ, λέω κι εγώ. Και με βουτάνε δυό και με βάζουν κάτω και με λούζουν και με τρίβουν και κοίτα πως μου κάνανε το μαλλί; ε; ωραίο;

-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;

– Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. και αμέσως μετά έρχεται μια άλλη και με ρωτάει «μιζανπλί;».

Μιζανπλί λέω κι εγώ. Και με βουτάει άλλη μια και μου τρίβει το μαλλί από δω, μου το τραβάει από κει, βάζει κάτι πινέλα κάτι πράματα και κοίτα χρώμα;

-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;

– Όχι ρε τι λέτε, μια χαρά είναι!

– Και μετά τι έγινε;

– Έ, μετά βγήκα έξω και όλοι με κοιτάγανε και κοίταγα κι εγώ με καμάρι, και μου χαμογελάγανε, και χαμογέλαγα κι εγώ, και έρχονται δυό παληκάρια και με ρωτάνε

«Τραβεστί;».

Τραβεστί λέω κι εγώ!

Αλλά αυτό πόνεσε, πώ πω πω πώς πόνεσε!!!