σε

Το ανέκδοτο με το οποίο ξεκαρδιζόμασταν όταν ήμασταν πιτσιρίκια

Το ανέκδοτο με το οποίο ξεκαρδιζόμασταν όταν ήμασταν πιτσιρίκια

Το ανέκδοτο με το οποίο ξεκαρδιζόμασταν: Στην αλάνα, στην ντίσκο, στην καφετέρια, στο σχολείο, η καλύτερη στιγμή της ημέρας ήταν όταν κάποιος έκανε την αρχή, έλεγε το πρώτο ανέκδοτο και μετά μας έπαιρνε το βράδυ, γιατί δεν θέλαμε να σταματήσουμε

4 συντάκτες του menshouse γύρισαν το χρόνο πίσω και θυμήθηκαν το ανέκδοτο με το οποίο δάκρυζαν πριν 20 χρόνια!

Το ανέκδοτο με το οποίο ξεκαρδιζόμασταν όταν ήμασταν πιτσιρίκια

Βαγγέλης Χαντζής: Ήταν ένα παιδάκι που δεν μπορούσε να πει το νι και το έλεγε μι. Μια πολύ σπάνια περίπτωση δυσκολίας προφοράς ενός γράμματος.

Το στέλνει λοιπόν η μαμά του στη γειτόνισσα να φέρει το τηγάνι που είχε δανειστεί και το προτρέπει να είναι επίμονο γιατί η οικογένεια δεν είχε άλλο τηγάνι και η γειτόνισσα το κρατούσε πολύ καιρό.

«Δε θα γυρίσεις αν δε φέρεις το τηγάνι μας» του είπε. Ξεκινάει ο μικρός αποφασισμένος και αρχίζει να χτυπάει κουδούνια.

Η γειτόνισσα τον βλέπει από το παράθυρο και δεν του ανοίγει. Τότε ο μικρός τσαντίζεται και αρχίζει να χτυπάει την πόρτα φωνάζοντας «Αμοίχτε μου γρήγορα. Θέλω πίσω το τηγάμι μας. Μου είπε η μαμά μου μα το δώσετε γιατί δεμ είμαι δικό σας. Αμ δε τηγ@μίσουμε εμείς δε θα τηγ@μίσετε ούτε εσείς».

Θείος Λάρι: Εσείς κάποτε το μάθατε σαν ανέκδοτο, αλλά για εμέ είναι προσωπική ιστορία.

Χτυπάει, που λέτε το τηλέφωνο μέσα στα άγρια τα μεσάνυχτα και καθώς σηκώνω το ακουστικό ακούω μια παράξενη φωνή, λες και ήταν από το υπερπέρα να ψιθυρίζει αργά κι απόκοσμα: «μμμμμιιιλλλλλαααααωωω»…

Μία, δυο, τρεις, ευτούνη η δουλειά συνεχίστηκε περίπου όλη νύχτα. Δωσ’ του «ντριν» μες τα χαράματα και εκειό το επαναλαμβανόμενο «μμμμιιιιλλλλλάαααωωωωω που σου εσήκωνε τη ντρίχα.

Ώσπου στο τέλος δεν άντεξα και του αποκρίθηκα: «κι εγώ ρε μεγάλε μιλάω, αλλά δεν το ‘καμα ποτέ μου θέμα»! «Ναι, αλλάααα εγώωωωω είμαι άααααλλλλλοοοογοοοοο»…

Το ανέκδοτο με το οποίο ξεκαρδιζόμασταν όταν ήμασταν πιτσιρίκια

Δημήτρης Πετρίδης: Το ανέκδοτο που ξεκαρδιζόμουν μικρός Υπάρχουν, το δέχομαι, και καλύτερα.

Όμως, από την πρώτη φορά που το άκουσα εκεί γύρω στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, μέχρι την τελευταία που το είπα (πριν από 4 λεπτά) πάντα με έκανε να ξεκαρδίζομαι με την βλακώδη αστειότητά του- ιδίως όταν ήμουν μικρότερος.

Πάει κάπως έτσι: «Στη σπηλιά τους ένα βράδυ οι νυχτερίδες, πλήττοντας αφόρητα, προσπαθούν να βρουν τρόπο για διασκέδαση….

-Το βρήκα, φωνάζει μία νυχτερίδα. Θα κάνουμε διαγωνισμό αιματοποσίας. Και όποια πιει το πιο πολύ κερδίζει.

– Μπράβο φωνάζουν οι άλλες, ας ξεκινήσουμε.

– Να φύγει η πρώτη νυχτερίδα λέει η αρχηγός. Φεύγει η πρώτη, και μετά από 2 ώρες γυρνάει μέχρι τα γόνατα γεμάτη αίματα.

– Για πες λοιπόν, ρωτάνε με αγωνία οι άλλες.

– Βλέπετε εκείνο το μεγάλο κάστρο στο λόφο;

– Ναι…

– Πίσω από το κάστρο υπάρχει ένα χωριό. Λοιπόν δεν άφησα άνθρωπο ή ζώο που να μην του ρουφήξω λίγο αίμα.

– Μπράβο λέει η αρχηγός. Να ξεκινήσει η δεύτερη…

Φεύγει και η δεύτερη και λίγο μετά τα μεσάνυχτα γυρνάει, βουτηγμένη μέχρι τη μέση στο αίμα.

– Τι έγινε ρωτούν οι άλλες.

– Βλέπετε το κάστρο στο λόφο; Πίσω υπάρχει ένα χωριό και μετά μια μεγάλη κωμόπολη. Ε λοιπόν τους ρούφηξα όλους το αίμα…

– Μπράβο λέει η αρχηγός να φύγει η τρίτη. Φεύγει η τρίτη, περνάει 1 ώρα, 2, 3, 4 και καλά ξημερώματα πια γυρνάει από τη κορφή ως τα νύχια στα αίματα, και παραπατώντας.

– Άντε της λέει η αρχηγός τι έγινε;

– Βλέπετε το κάστρο πάνω στο λόφο;

– Ναι… – Ε, λοιπόν εγώ δεν το είδα!!!!»

Μάκης Ρηγάτος: Μια μέρα ξεκίνησε ο μπαμπάς χελώνος, η μαμά χελώνα και το χελωνάκι να πάνε για πικνίκ στο πάρκο.

Δέκα μέρες αργότερα έφτασαν στον προορισμό τους και κάθισαν να φάνε. Την ώρα όμως που έβγαλε η μαμά την κονσέρβα συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει το ανοιχτήρι. Βρε ποιος θα πάει να το φέρει, ποιος θα πάει;

Ο μπαμπάς ήταν κουρασμένος, η μαμά πόναγε στο πόδι, οπότε ο τυχερός ήταν ο μικρός. Το χελωνάκι με τα πολλά τους λέει: «Θα πάω, αλλά αν βάλει κανείς χέρι στο φαγητό μέχρι να γυρίσω, δεν πάω». Εντάξει;

Ο μπαμπάς και η μαμά του ορκίστηκαν ότι δεν θα έτρωγαν μέχρι να γυρίσει και το μικρό έφυγε. Πέρασε, μια εβδομάδα, δυο, τρεις, άφαντος ο μικρός. Η μαμά απελπισμένη ότι το παιδί της κάτι κακό έπαθε είχε βαλαντώσει στο κλάμα.

Τελικά ο μπαμπάς κατάφερε να την πείσει να τσιμπήσει κάτι λέγοντάς της «έλα να φάμε κάτι, μην πέσουμε κάτω απ’ την αδυναμία». Η μαμά κάνει την καρδιά της πέτρα και με το που πάει να ακουμπήσει το ψωμί πετάγεται το χελωνάκι που ήταν κρυμμένο πίσω από μια πέτρα και λέει: Τρώτε ε; Δεν πάω…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΕΔΩ