—
Σε μια μικρή πόλη, σε ένα γραφικό δημοτικό σχολείο, υπήρχε μια δασκάλα με το όνομα Αναστασία, την οποία λάτρευαν όλοι οι μαθητές της. Κάθε χρόνο, στην τελευταία ημέρα πριν το καλοκαίρι, τα παιδιά έφερναν δώρα στην αγαπημένη τους δασκάλα, για να της δείξουν την αγάπη και την εκτίμηση τους.
Το πρώτο παιδί που πλησίασε την Αναστασία ήταν ο Νίκος, φέρνοντας ένα τεράστιο κουτί.
– Έχεις φέρει γλυκά, Νικόλα; Είναι τούρτα;, ρώτησε γελώντας η δασκάλα γνωρίζοντας ότι ο πατέρας του ήταν ζαχαροπλάστης.
– Μα, πώς το καταλάβατε; Ναι, είναι τούρτα!, απάντησε ο Νίκος με ενθουσιασμό.
Έπειτα πλησίασε η Ελένη, κρατώντας ένα λεπτό, ελαφρύ κουτί.
– Λουλούδια για εμένα, Ελένη; Καλή μου κόρη!, είπε η δασκάλα.
Η Ελένη χαμογέλασε ναι, περήφανη που η δασκάλα την κατάλαβε.
Τέλος, ο Δημήτρης, με τον πατέρα του που είχε μια γνωστή κάβα, πλησίασε με ένα μυστηριώδες δέμα.
– Έχεις φέρει σαμπάνια, Δημητράκη; Ή μήπως κρασί;, είπε η Αναστασία προσπαθώντας να μαντέψει
Το παιδάκι όμως κούνησε αρνητικά το κεφάλι του κάνοντας ένα παιχνιδιάρικο Τσου.
Η δασκάλα πρόσeξε ότι το κάτω μέρος του πακέτου έσταζε. Πήρε λοιπόν μια-δυο σταγόνες με το δάκτυλό της και αφού τις δοκίμασε προσεκτικά, είπε:
– To βρήκα! Είναι κρασί…, είπε η δασκάλα.
Όταν όμως ο Δημήτράκης της είπε ότι πάλι κάνει λάθος παραιτήθηκε από την προσπάθεια λέγοντας:
– Ε! δεν ξέρω, ας το πάρει το ποτάμι. Τι είναι;
Και ο μικρός Δημήτράκης της απάντησε ναζιάρικα: …. Είναι ένα σκυλάκι κυρία!